ΣΕ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΜΠΑΙΝΩ, ΠΟΧΟΥΝ ΑΣΧΗΜΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Η ΡΟΥΣΣΩ ΚΑΙ ΤΟ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟ, ΕΛΛΑΔΑ / ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΟ ΛΑΟ, ΚΙΝΑ, ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 5:31 μ.μ.

0

Ελλάδα

Σε περιβόλι μπαίνω

Σε περιβόλι μπαίνω και βρίσκω μια μηλιά
τα μήλα φορτωμένη κι απάνω κοπελλιά.
Λέγω της: - Έλα κάτω να κάνουμε φιλιά!
Κ' εκείνη κόβει μήλα και με πετροβολά!

*

Πόχουν άσχημες γυναίκες

Ως τα τώρα την καρδιά μου
την κρατούσα κλειδωμένη,
σιδερομανταλωμένη.
Τώρα θε να την ανοίξω,
μόσκο να τηνε γιομίσω,
ζάχαρη να την ταΐσω,
για το σκάσιμο τ' αντρώνε,
πείσμα των παλληκαριώνε,
πόχουν άσκημες γυναίκες,
μαύρα κούτσουρ' αγκαλιάζουν
και φιλούν κι αναστενάζουν!

*

Η Ρούσσω και το ραφτόπουλο

Κάτου στις Λάρσας τα τσαρσιά, κάτου στο μπεζεστένι,
ξήντα ραφτάδες έρραφταν της Ρούσσως το φουστάνι,
κ' ένα μικρό ραφτόπουλο ράφτοντας τραγουδάει:
- Φουστάνι μου, λιανόπλουμπο και χρυσοκεντημένο,
καθώς εσένα σε κρατώ, νάχα και την κυρά σου!..
Όξω ήταν, τ' άκουσ' η κυρά, βαριά της κακοφάνη.

- Τι λες, μορέ ραφτόπουλο, τι βάνεις με το νου σου;
Θε να το ειπώ του μάστορα, ρώγα να μη σου δώσει,
και να σου δίνει το ψωμί στου μαχαιριού τη μύτη!
[ - Κ' εγώ θα πω τ' αφέντη μου που σ' έχω φιλημένη!..]  

___

Κίνα


Εκείνη που γέννησε το λαό

Από τη Χιανγκ Γιουάν ήρθε
η γέννηση του λαού.
Και πώς η Χιανγκ Γιουάν έδωσε
τη γέννηση του λαού;
Θυσίες προσέφερε κ' εκαμε προσφορές,
τη γύμνια της πιο πέρα για να προχωρήσει,
και στου θεού πάνω περπάτησε τα χνάρια
κ' ευλογήθηκε κ' έμεινε βαρεμένη
και γέννησε κ' έκαμε την αρχή του λαού
κ' η αρχή τούτη ήταν ο Χου Χι.

Όταν τους μήνες τους συμπλήρωσε όλους,
ο πρωτογέννητός της σαν αμνός ήρθε στον κόσμο.
Μήτε βροντή έγινε, ουδέ κι αστραπή μεγάλη,
ζημιά είτε αδίκημα δεν έγινε
τη δύναμη του πνεύματός του για να φανερώσει.
Μη τάχα δεν τη λευτέρωσε ο Ουρανός;
Μη τάχα δε δέχτηκε ο Ουρανός τις προσφορές της;
Γι' αυτό γέννησεν εύκολα τον γιο της.

Τον έβαλαν σε στενό μονοπάτι:
στοργικά τον γνοιαστήκανε πρόβατα και βόδια.
Τον έβαλαν σε καμπίσιο δάσος:
ξυλοκόποι ήρθανε στο καμπίσιο δάσος.
Τον έβαλαν επάνω σε κρύο πάγο:
ένα πουλί τον σκέπασε με τα φτερά του.
Όταν το πουλί πέταξε μακριά,
ο Χου Χι αρχίνησε να κλαίει,
το κλάμα του μακρύ 'τανε, γοερό 'ταν,
κι από κοντά κι από μακριά ακουγόταν.

Όταν μπόρεσε να συρθεί ο Χου Χι,
πόσο λαμπρά και λυγερά τα μέλη του ήσαν!
Τα χείλη του μόλις τροφήν αγγίξαν,
έμαθε να φυτεύει φασολιές,
κ' οι φασολιές μεγάλωναν ως κυματίζουσες μπαντιέρες.
Πυκνά βλαστήσανε τα φύτρα του ρυζιού,
υψώθηκε το κανναβούρι και το στάρι
κ' οι κολοκύθες δε βρίσκαν τόπο να ξαπλώσουν.

Του Χου Χι ο θερισμός ήτανε τέτοιος,
που κι ο Ουρανός κ' η γη του 'δωσαν ένα χέρι.
Καθάρισε τ' αγριόχορτα και τα ζιζάνια
και φύτεψε τους κίτρινους σπόρους,
και τον σπόρο έκαμε να πεταχτεί από τον φλοιό του,
τόσο βαρύς, τόσο ψηλός,
τόσο γιομάτος καλοσύνη,
τόσο τρυφερός, ζουμερός τόσο,
τόσο δυνατός και λυγερός:
Έτσι έγινε ο κύριος του Τ' άι.

Ευγενικά προμήθεψε και σε μας σπόρους.
Μαύρο κεχρί, δίφορο κεχρί,
κεχρί κόκκινο κι άσπρο.
Οπουδήποτε σπάρθηκε το μαύρο,
και θερίστηκε και σωριάστηκε,
οπουδήποτε σπάρθηκε το κόκκινο και το άσπρο,
και θερίστηκε και σωριάστηκε,
και φορτώθηκε σ' ώμους και σε πλάτες
και μεταφέρθηκε σπίτι για τις πρώτες προσφορές.

Τώρα, πώς θα κάνωμε τις προσφορές μας;
Ξεφλουδάμε τον σπόρο και τον κοπανάμε
και τον μαλακώνομε και τον πατούμε
και τον πλένουμε ίσαμε που να τρίξει
και τον κοσκινίζομε ίσαμε αχνός να γίνει.
Συμβουλεύομαστε ύστερα τους οιωνούς,
ύστερα σιωπηλοί μελετούμε,
ύστερα συνάζομε ξύλα από τον νότο,
κ' ύστερα πια καίμε τα ξύγκια.
Στα πνεύματα θυσιάζομε κριάρια,
ψήνοντας το κρέας στα κάρβουνα πάνω,
έτσι αρχίζει η χρονιά η καρποφόρα!

Οι βωμοί σκεπάζονται ως απάνω
με προσφορές: γαβάθες ξύλινες, πήλινες γαβάθες,
όση ώρα υψώνεται τ' αψήλου η τσίκνα.
Ευλογημένος νά 'ναι ο Θεός,
ειρήνη σ' αυτόν και σε μας ειρήνη.
Αίσια να 'ναι η χρονιά κ' έτσι να ευωδιάζει!
Ο Χου Χι ίδρυσε τούτη τη θυσία.
Και βέβαια που καμιά αλλαγή δε θα της γίνει:
τέτοια μας μεταδόθηκε ως αυτή την ώρα!