ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ, ΠΟΘΕΝ Η ΛΕΞΗ ΤΡΑΓΟΥΔΩ, ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ / ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ, ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΨΑΜΜΥΘΟ / ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΑΓΑΘΟΕΡΓΙΕΣ, ΟΙ ΚΙΤΡΙΝΕΣ ΚΛΩΣΤΕΣ, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 5:38 μ.μ.

0

Νάνος Βαλαωρίτης

Πόθεν η λέξις τραγουδώ. 

Όταν ακούω τη λέξη τραγουδώ
αρχίζω να πετάω στον αέρα
νηφάλιος σα χαρταετός
κι έχω μια χάρτινη σακούλα που 'χει γάλα
έτσι δε λεν πως άρχισε η αγελάδα
που την αρμέγουν το πρωί με το δεξί
και το βράδυ με τ' αριστερό 
κι απ' το παράθυρο ένα
μάτι κοιτάει για να διακρίνει κάτι
που δε το βλέπουν τόσο καθαρά
οι λουόμενοι απ' την αντικρινή στεριά
κι ένα πανάρχαιο ρητό που μοιάζει
με το πρόγονό μας το φαλλό
και τη μαμά με τα πολλά βυζιά
και τις χιλιάδες νύμφες στ' ακρογιάλια 
των βράχων με τις αμμουδιές
που περιβάλλουν το νησί με ζώνη
αφρού - μα δεν είναι η μόνη 
άπιαστη μορφή που κυνηγάμε
σέλας μιας νύχτας του χειμώμα
δίπλα στη λάμπα και στο τραπεζάκι
κι από πάνω μου μια στήλη άλατος
σκύβει ανάλαφρα να δει τι γράφω
μα εγώ δε γράφω - ζωγραφίζω
μια πανάρχαια μητέρα γη
κουκουλωμένη φωτεινή μητέρα
πότε όρθια πότε καθιστή - και πότε
ξαπλωμένη.

*

Επικίνδυνοι συσχετισμοί (απόσπασμα)

Στενότατη σχέση θάλασσας με άλλα γενικότερα θέμα-
τα. Θερμοκρασία, καιρός, βαρόμετρο, ακολουθούν πιστά
από πίσω. Λίγο λαχανιασμένος τρέχω στις πλαγιές. 
Για να παραστώ στην παράσταση πρέπει να φορέσω ρού-
χα καφέ. Δε σχηματίζονται εύκολα οι λέξεις στο κεφά-
λι μου. Δε μου πάνε οι συλλαβές. Τις διαλέγουν ερήμην 
μου οι οδηγίες. Και τις πηγαίνουν όπως τις πέτρες από 
λιμάνι σε λιμάνι. Υπάρχει μια τραγική αφθονία έλλει-
ψης. Υπάρχει μια αφθονία τραγικής έλλειψης. Υπάρ-
χει μια έλλειψη τραγικής ειρωνείας. Πέστε μου τι θα 
'κανε τη ζωή καλύτερη απ' ό,τι είναι;..........................

Πειρατές καραδοκούνε 
για ν' αρπάξουν το παιδί 
να διαφθείρουν τη γυναίκα
και να φύγουνε στις δέκα.

Για να μη ξεκαλοκαιριαστούμε εδώ στο πόρτο γείραμε 
στο βυθό να ξεκουραστούμε. Η φήμη σου όσο πάει και 
χλωμιάζει ανάλογα με τις εποχές. Μόνο τ' όνομα διαδί-
δεται για να μη σου βγει το μάτι. Κτήνος γιατί δεν 
έγραφες τόσο καιρό. Σου προσάπτω μόνο ό,τι ξεχνάω.

Σκύλα που γάβγιζες, στον κάβο
δίχως κανένας να σε πάρει κάβο.

...................................................

Αποταμιεύω τις ρίζες μου για μια καλύτερη αύριο. Ξέ-
ρεις πως όπου ν' αράξεις, κάποιος θα σε παραλάβει.
Όλο το πρωί παίζαμε κάτω από τα δέντρα. Όταν με-
γαλώσαμε, οι ίσκιοι πήγαν μέσα στο σπίτι και κάθισαν.

Όταν βρεθεί τ' αθάνατο νερό
μες στο βυθό της θάλασσας
δε θα επιστρέψεις σπίτι σου
σε συγγενείς και φίλους.

Κι αποκοιμιέσαι στο τιμόνι πίνοντας σκέτο οινόπνευμα.
Πίνοντας τσάι απ' τη Βομβάη μη σου καούνε τα πλεμόνια.

Κατάδικοι παίζατε χαρτιά
στης Συγγαπούρης τα κελιά.

Έτσι όπως την καταντήσατε, η αγάπη έμεινε στον τό-
πο.

Πρωί βράδυ μεσημέρι
μου ακουμπούσες το μαχαίρι
στην ανοιγμένη την πληγή
που δεν έγιανε με την αυγή.

.............................................

Δεν πήγαμε παραμέσα μη τυχόν και σκοντάψουμε πάνω
σε τίποτα. Μια ηθελημένη απόσταση από τα πράμμα-
τα. Από αυτά που λέγονται αντικείμενα. Ο θεός να τα 
κάνει. Το πιο μεγάλο αντι-κείμενο εγώ ο ίδιος. Τις
προάλλες έφυγαν διάφοροι. Ξαφνικά η πόλη άδειασε.
Τα πάρτυ λιγόστεψαν. Μείναμ' εμείς κι εμείς και βλε-
πόμαστε κάθε μέρα. Κάθε άλλη μέρα κάναμε έρωτα.
Μη ρωτάς πού και πώς. Ο έρωτας είχε ως μόνο σκοπό 
να μικρύνει την ιδέα της απομάκρυνσης από τους άλ-
λους. Οι περίπατοι στα δασάκια είχαν τον χαρακτήρα 
παραδείγματος........................................................

Θυμάρια, ρείκια, γαϊδουράγκαθα, τα μονοπάτια δεν 
άλλαξαν

Δε βαριέσαι έλεγε έτσι είναι οι άνθρωποι
Σήκωνε τα φρύδια της δείχνοντας κάποια αδιαφορία
Κατέβαζαν τα πρόσωπά τους σα να 'ταν κουρτίνες 
Περιορίζομαι τώρα στα λίγα αυτά κι επιφυλλάσομαι
γι 'αργότερα.

__

Ευριπίδης Γαραντούδης

Με τον τρόπο του

όπου κι αν ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει

Γιώργος Σεφέρης
"Με τον τρόπο του Γ.Σ."

Εις μνήμην... 

Σαν σκότωσαν οι Πραίτορες το αγένειο παιδί
-οι άφρονες γονείς του πώς δεν του 'παν
του προκομμένου τους, γόνου της καλής τάξεως,
να μη γυρνά σε λάθος τόπο λάθος ώρα;-
ο περισπούδαστος Παυλίστωρ, τρανός μας υπουργός
- της εξουσίας μας δόξα, αίμα των Καραμανλιδών -
αμέσως απεφάνθη, με τη δεινή του ευφράδεια,
σ' αυτούς που του ζητούσαν ένα σχόλιο:
"Μεμονωμένο ήταν το περιστατικόν".
Και πρόσθεσε κατόπιν, μειλίχειος όπως πάντα,
"Αν πάλι γίνει κάπως -κάτι βεβαίως που απεύχομαι -
τότε θα είναι δύο τυχαία γεγονότα.
Κι αν πάλι κάνει ο διάολος και επαναληφθεί
τότε θα κάμω λόγον δια σπάνια συμβάντα.
Κι αν ολωσδιόλου τρελαθούν οι Πραίτορες - άνθρωποι είμεθα δα! -
κι έχουν πυροβολήσει κοντά καμιά δεκάδα,
φρονώ πως θα μου γεννηθεί έντονη ανησυχία".
Σοφό, όπως συνήθως, το σχόλιό του κρίναμε.
Εξαίφνης λίγες μέρες κατόπιν σ' όνειρό του
ο περισπούδαστος Παυλίστωρ είδε
της Ιστορίας τον άγγελο με πύρινη ρομφαία
 να περιτριγυρίζει τις έρημες οδούς
και να φωτίζει άγριος την παγωμένη νύχτα.
Βαθέως ανησύχησε τον υπουργό το πράγμα
τι άραγε να σήμαινεν ο πυροφόρος άγγελος;
Ασφαλώς άσχετα είναι τα δύο γεγονότα:
Το σκοτεινό το ενύπνιο και του νεαρού το ατύχημα.
Ωστόσο προσπαθούμε - και θα εξακολουθήσουμε,
ύστερα απ' τις δικές του, τις αυστηρές συστάσεις - 
κάποια ερμηνεία να δώσουμε στο όνειρο εκείνο.

*

Από την ψάμμυθο

.......................

Αρμένιζες στα σύννεφα ρε

Δίχως απάγκιασμα

Τις λέξεις τις έμαθες μετά

Πού να 'ξερες τότε
με το πληγωμένο γόνατο
πως θα γινόσουν 
ο βιβλιοθηκάριος
του Αρτσιμπόλντο

Ν' αρμολογείς τα ποιήματα

Τι απογίνεται το παιδί

..................................

___


Τάσος Λειβαδίτης

Νυχτερινές αγαθοεργίες

Παρ' όλη τη δυσπιστία ή μάλλον την ευφυία μου,
καμιά φορά έπεφτα στην παγίδα, ιδιαίτερα όταν ε-
πρόκειτο περί συνωμοσίας, έτσι εκείνο το απόγεμα
μπήκα σ' ένα κατάστημα και ζήτησα ένα παλτό, αλ-
λά ο υπάλληλος, βραδύνους, "πρέπει να το πληρώσε-
τε" έλεγε, "μα πού ζούμε, του λέω - σε θηριοτρο-
φείο;", ήμουν έτοιμος μάλιστα να χειροδικήσω, αλλά
άρχισε να νυχτώνει κι έφυγα βιαστικά: ώρα που άνα-
βαν τα φώτα κι εγώ ήταν τόσοι φανοστάτες που έπρε-
πε κάθε νύχτα να τους τρέφω με το φόβο μου.

*

Οι κίτρινες κλωστές

Κατά τρόπο εντελώς παράδοξο το κλάμα ακου-
γόταν μόλις άνοιγα την κουρτίνα, "ποιος είναι;" ρω-
τούσα κι ας διαμαρτύρεται το κάθαρμα ο ληξίαρχος,
εγώ θα διαψεύδω το θάνατο των απόρων - ακούμ-
πησα τότε το κερί στο παράθυρο κι έτρεξα να εξαφα-
νιστώ μέσα στο πλήθος, γιατί όσο θυμάμαι τη ζωή
μου η μητέρα μου έραβε, η γυναίκα μου έραβε, ο διά-
βολος έραβε, γι' αυτό είμαι συνήθως χωρίς κουμπιά
         κι αυτός που θέλει να ζήσει αληθινά πολύ τον
βοηθάει να 'ναι απ' την αρχή ξεγραμμένος.

(εγχειρίδιο ευθανασίας)