Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:42 μ.μ.

0

Η νέα ύλη θα καταχωρηθεί μέχρι σήμερα το βράδυ.

Το συνολικό περιεχόμενο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα που, στο σύνολό τους, ανήκουν στους δημιουργούς. Οι καταχωρήσεις ήταν και θα παραμείνουν πάντοτε απολύτως αφιλοκερδείς.

Ειδικοί κωδικοί πρόσθετης πνευματικής κατοχύρωσης: RE12833133GR και RE12833134GR. 

Ηθική σημείωση: Η εμφάνιση της επισκεψιμότητας ανατέθηκε αποκλειστικά στη google, δεδομένου ότι τα στατιστικά της είναι απολύτως πιο έγκυρα και δεν επιδέχονται αλλοίωση. Θα επιθυμούσα μόνο το κείμενο που προηγείται του αριθμού επισκεψιμότητας (ως προς το μέγεθος των γραμμάτων) , καθώς και το μέγεθος των αριθμών να είναι πολύ μικρότερα, αλλά αυτό το ρυθμίζει,  χωρίς δυνατότητα παρέμβασης, η ίδια η google.

ΑΜΟΡΓΟΣ, ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ / ΜΙΑ ΓΟΡΓΟΝΑ ΚΙ ΕΝΑ ΠΙΣΤΟΛΙ, ΠΑΥΛΟΣ ΚΡΙΝΑΙΟΣ / ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΟ ΜΑΓΚΑΛΙ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ, κρης, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:36 μ.μ.

0

Νίκος Γκάτσος

Αμοργός (απόσπασμα)

Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό, ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πούνε στους αντρειωμένους το 
καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνονται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάηδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μια καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ' αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλλους της Βαλτιμόρης
Κι απ' την χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ' αψηλά βουνά ποιοι να 'ναι αυτοί που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιας πυρκαγιάς να 'ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ' ο Καλύβας πολεμάει κι ούδ' ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανε οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μια στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μια πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ' ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους 
τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει  μια τουφεκιά στα τρυγόνια
κι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ' όλους
Με μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Και κατεβαίνει απ' τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μια
καλησπέρα της Γκόλφως.
Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες 
στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα 
χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου...

*


Παύλος Κριναίος

Μια γοργόνα κι ένα πιστόλι

Μ' ακούς; Νυστάζεις; Θέλεις ν' ανάψω το παρήγορο φως;
Μα ποιος κέντησε στο χαμνό σου μπράτσο μια γοργόνα
μια λογχισμένη καρδιά, ένα πιστόλι;
Ποιος σούδωσε την κίτρινη πίπα να καπνίζεις χολή και Φθινόπωρο;
Σε απειλεί η σποδός, σε διεκδικεί η ομίχλη κι' η τέφρα.
Πονηρόν εκμαγείον του χαμένου αρχαίου Αγάλματος.
Μπορείς να ξαναγυρίσεις στην λησμονημένη πηγή
να ξαναπιείς νερό με τη φούχτα σου. Θυμίσου τα λόγια
της προσευχής, το "Πάτερ ημών" με την καραμέλλα 
στ' ακηλίδωτο στόμα.
Ξαναγύρισε στην Αγία αφέλεια π' ακούει και βλέπει τα παγανά
π' ακούει και βλέπει τον Ροβινσώνα, τον Γκιουλιβέρ,
τον Σεβάχ τον θαλασσινό. Δεν λέω να ξαναγίνεις παιδί
μα να ξαναβρείς τουλάχιστον την μνήμη του παλιού εαυτού σου,
το χρώμα του αίματος, την φωνή χωρίς προσωπείο.
Είναι τόσο δύσκολο; Α, όχι δα, φθάνει να ξαναγυρίσεις
στην πίστη, στην Αγία ακλόνητη πίστη στον άνθρωπο
που ενθαρρύνει τον προφήτη Ισαΐα να στηρίζει 
στο λειβάδι της Αγίας Γραφής ένα κοπάδι λιοντάρια.
στην ακυμάτιστη πίστη που γεφυρώνει την άβυσσο
με την ζεστή της ανάσα. αγγίζει τα βουνά που καπνίζουν;
υψώνει το ουράνιο τόξο με την διάπλαση των δακρύων τους;
Ζεύει τον άνεμο στο ξυλομαγγάνι του ¨θέλω¨,
παγιδεύει την αστραπή στο θηκάρι του ¨δύναμαι"
γεμίζει χιονάτα πανιά και χαμόγελα την οργή
που οιστρηλατεί η καπνισμένη αντάρα; Βαδίζει
χωρίς να μουσκεύει τα πόδια "επί των υδάτων".
Είναι μια παλιά ιστορία. σαν γνωμικό.
Ένα πρωινό πάει καιρός, ξαφνικά κελάιδησε
σαν κοτσύφι το σίδερο και τραγούδησε το φως ιλαρόν
η ριζιμιά στουρναρόπετρα! Θαύμα; Όχι, δεν ήτανε θαύμα
μονάχα που το φίδι κι' ο άνθρωπος λησμονήσανε
ν' αλλάξουν φιδόντυμα. Έτσι λέει η παλιά ιστορία.
Κι' αν δεν πιστεύετε, ψάξτε να βρείτε τα δυο φιδοντύματα.

*


Γιώργος Τσακιράκης, κρης

Το κοριτσάκι με το μαγκάλι

Αν γράψω μόνο ένα ποίημα
το κρύο κάρβουνο θα παραμείνει 
κρύο. Το ίδιο και οι ξεφτισμένοι
ανεμόμυλοι που ανάδευσαν
με τόση σπουδή τη ζωή σου.

Τα παραμύθια σου θα μείνουν
ακίνητα πάνω στο ιπτάμενο χαλί
και κανένα δεν θα έχει
αίσιο τέλος.

Αν γράψω μόνο ένα ποίημα
θα παραμείνεις ένα κλειστό
χειρόγραφο για δεκατρείς αιώνες
περιμένοντας μάταια ένα
χαμόγελο εφηβείας.

Θα έχεις ξεχάσει πως ήσουν
το άσμα των ασμάτων, κάτι
που πρέπει εξάπαντος να θυμάσαι
σαν ζωντανό έλατο.

Αν γράψω μόνο ένα ποίημα
τα καπνισμένα ανδρείκελα
θα σου ξαναπάρουν τη ζωή
ακόμα και μέσα απ' τον Παράδεισο...

...και δεν θα λάβεις ποτέ τα γράμματα
με τα ζεστά αστέρια που σου 
στέλνω για να στολίσουν σαν 
ντροπαλά κεράσια τα μάγουλά σου.

Αν γράψω μόνο ένα ποίημα,
θα επιστρέψει στην ψυχή μου,
μόνο αν σε θυμάμαι σαν το
ζεστό νάμα των αγοριών και
των κοριτσιών που έζησαν μαζί σου
μέσα στο σκοτάδι και στο κρύο.

(Χριστούγεννα, 2013)

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:20 μ.μ.

0


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, Ζάκυνθος 1798 - Κέρκυρα 1857

Ο Κρητικός (αποσπάσματα)

Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου,
κι' εδάκρυσαν τα μάτια της, κι' εμοιάζαν της καλής μου.
Εχάθη, αλιά μου! αλλ' άκουσα του δάκρυου της ραντίδα
στο χέρι, που 'χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα. -
Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,
π' αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι.
χαρά δεν  του 'ναι ο πόλεμος. τ' απλώνω του διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι.
κι' όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν
αργά, κι' ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν,
και μέσα στ' άγριο πέλαγο τ' αστροπελέκι σκάει,
κι' η θάλασσα να καταπιή τον κόρη αναζητάει,
ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι' ο νους μου κινδυνεύει,
και βάνω την παλάμη μου κι' αμέσως γαληνεύει.
τα κύματα έσκιζα μ' αυτό, τ' άγρια και μυρωδάτα,
με δύναμη που δεν είχα μήτε στα πρώτα νιάτα,
μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,
μάχη στενή με τους πολλούς, ολίγα παλληκάρια,
μήτε όταν τον μπομπο-Ισούφ  και τς άλλους δυο βαρούσα
σύρριζα στη Λαβύρινθο π' αλαίμαργα πατούσα.
Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου -
κι' αυτό μου τ' αύξαιν', - έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου.
.................................................................................
Αλλά το πλέξιμ' άργουνε, και μου τ' αποκοιμούσε,
ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.
Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
και βγαίνει τ' άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,
του δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάει.
δεν είν' αηδόνι κρητικό, που παίρνει τη λαλιά του
σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ' έχει τη φωλιά του,
κι' αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα
η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,
ώσπου που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ' αστέρια,
κι' ακούει κι' αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια.
δεν είν' φιαμπόλι το γλυκό οπού τ' αγρίκαα μόνος
στον Ψηλορείτη οπού συχνά μ' ετράβουνεν ο πόνος
κι' έβλεπα τ' άστρο τ' ουρανού μεσουρανίς να λάμπη
και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι' οι κάμποι.
κι' ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
κι' εφώναζα: ω, θεϊκιά Πατρίδα!
κι' άπλωνα κλαίοντας κατ' αυτή τα χέρια με καμάρι.
καλή ν' η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
.......................................................................

*

Ο Πόρφυρας (απόσπασμα)

"Κοντά 'ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
π' άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα,
κι' εκεί γρικά της θάλασσας και τ' ουρανού τα κάλλη,
κι' εκεί τραβά τον ήχο του μ' όλα τα μάγια πόχει.

Γλυκά ΄δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου,
και τ' άστρο κράζει πάρωρα, και πρέπει να προβάλη,
Πουλί, πουλάκι, που λαλείς μ' όλα τα μάγια πόχεις,
ευτυχισμός α δεν είναι το θαύμα της φωνής σου,
καλό στη γη δεν άνθισε, στον ουρανό κανένα.
Αλλ' αχ! να δώσω μία πλεξιά, και να 'μαι και φθασμένος,
ακόμ' αφρέ μου, να βαστάς, και να 'μαι γυρισμένος,
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου". 
......................................................................

*

Ελεύθεροι πολιορκημένοι (απόσπασμα απ' το Γ' σχεδίασμα)

Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
κι' αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρ' έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα, να σ' ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σου τριγύρισε τ' αθάνατα ποδάρια
(κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαγιώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
ατάραχη σαν ουρανός μ' όλα τα κάλλη πόχει,
που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα.
αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου,
κι' ευθύς εγώ τ' Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
......................................................................

_____

 Μιλώντας για τις ιδέες του Σολωμού ο Κώστας Βάρναλης γράφει στα "Σολωμικά:

Αλλά το ότι οι ιδέες του Σολωμού δεν είναι δικές του, αυτό δεν είναι εναντίον του Σολωμού, αλλ' εναντίον των κριτικών του, οι οποίοι φανταστήκανε, πως θα τον ανεβάσουνε αν αποδώσουνε την...πατρότητα αυτών των ιδεών στην επίμονη, αργή κι αυτάρκη "συλλογή" του. Αυτή η ξένη τους καταγωγή από δυο κορυφαίους αντιπροσωπευτικούς τύπους μιας σημαντικής και φλογερής ιστορικής εποχής είναι υπέρ του Σολωμού. Πρέπει να σημειωθεί άλλη μια φορά, πως ο Σολωμός τις ιδέες αυτές τις είχε αφομοιώσει παιδί ακόμα στην Ιταλία, όταν ήτανε δύναμες ζωντανές κ' ενεργητικές, δηλαδή πράξη και όχι θεωρία. Στην Κέρκυρα εμβάθυνε θεωρητικά στις ιδέες της νεότητός του, τις καθάρισε και τις συνειδητοποίησε θεωρητικά, αφού γνωρίστηκε με τα αισθητικά κείμενα του Σίλλερ και του Έγελου.
Εξετάζοντας κ' ερμηνεύοντας με ιστορικό και αντικειμενικό τρόπο τις ιδέες του Σολωμού, πειθόμαστε α) πως ο Σολωμός ήτανε ένας πολύ συγχρονισμένος και πολύ διανοητικός ποιητής του καιρού του, που πιότερο ανήκει στην Ευρωπαϊκή Δύση παρά στην Ελληνική Ανατολή, β) μέσα στα κομμάτια των "Στοχασμών" και στα κομμάτια της ποίησής του βλέπουμε μεγάλες πρόθεσες, όχι όμως και τελειωμένο μεγάλο έργο: ("Κρητικός", "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι", "Πόρφυρας", "Carmen Seculare"). Μέσα σ' αυτά τα κομμάτια αν τα κοιτάμε, ως αντικειμενικοί κριτικοί, μπορούμε να εχτιμήσουμε την αξία της σκέψης του και την αψηλή συνείδηση μεγάλου δημιουργού. Μάλιστα από λόγους ψυχολογικής τάξης το έργο αυτό το κομματιασμένο έχει μεγαλύτερη γοητεία, παρ' όσην θα 'χε "τελειωμένο", γιατί το επίλοιπο το συμπληρώνει η φαντασία μας κ' η συναισθηματικότητά μας με κείνην την αδέσμευτη και δημιουργική λευτεριά, που είναι πάντα τέλεια, γιατί 'ναι εσωτερική, και γιατί ο Σολωμός έγραψε μονάχα όσο μέρος μπορούσε να γράψει, δηλαδή όσο μέρος του χτύπησε τόσο πολύ στο νου και στην ψυχή, ώστε να μπορέσει να του δώσει την αισθητή παράσταση, να το μορφοποιήσει εξωτερικά. Άρα τ' αποσπάσματα, που μας άφησε, ή οι απομονωμένοι στίχοι, είναι το καλύτερο μέρος του έργου του.
Ο Σίλλερ λέγει, πως το "ιδεώδες του ήρωα πρέπει να βρίσκεται σε ίσην απόσταση από την απόλυτη διαστροφή και από την απόλυτη τελειότητα". Ο Σολωμός δεν τήρησε αυτό τον όρο. Παρατράβηξε τόσο τους ήρωές του στην απόλυτη τελειότητα, που πια δεν είναι ανθρώπινοι. Έτσι το ενδιαφέρον μας το αισθηματικό φεύγει απ' αυτούς και μεταβιβάζεται σ' ένα όρο, που καθεαυτόν δεν έχει κανένα αισθητικό ενδιαφέρο: στη διαλεχτική επιδεξιότητα του ποιητή να μεταβάλλει έναν πόλεμο πραγματικό σε "πόλεμο ιδεών".
Ο Πολυλάς μας λέγει πως "δε μπορούσε η λεπτότατη αίσθηση του Σολωμού να υποφέρει το ολίγον τι νεφελώδες της μορφής της γερμανικής ποιήσεως. Γιατί τίποτε δε μπορούσε να ομοιωθεί καλύτερα μ' αυτή τη λεπτότατη αίσθησή του παρά το γλυκό ύφος της μεσημβρίας".
Το καλύτερο σε ποιότητα ελληνόγλωσσο έργο του Σολωμού, εκτός από τον "Λάμπρο", είναι το τελευταίο της Κερκυραϊκής περίοδός του. Δηλαδή ο "Κρητικός" (1833), οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" (1844), ο "Πόρφυρας" (1849). Σ' αυτωνών τα αποσπάσματα μας έδωσε τα άκρα δείγματα άκρας ιδεολογικής και τεχνικής συνείδησης.
-

ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ Ο ΣΙΔΩΝΙΟΣ / ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ Ο ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΥΣ, ΚΛΑΣΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:11 μ.μ.

0


Αντίπατρος ο Σιδώνιος

Καταγόταν απ' την Σιδώνα και είχε την φήμη μεγάλου ποιητή. Έζησε στα τέλη του 2ου π.Χ. αιώνα.

VI 47

ΚΕΡΚΙΔΑ ΤΗΝ ΦΙΛΑΟΙΔΟΝ ΑΘΗΝΑΙΗι ΘΕΤΟ ΒΙΤΤΩ,
ΑΝΘΕΜΑ, ΛΙΜΗΡΗΣ ΕΡΜΕΝΟΝ ΕΡΓΑΣΙΗΣ,
ΕΙΠΕ ΔΕ: "ΧΑΙΡΕ, ΘΕΑ, ΚΑΙ ΤΗΝΔ ΕΧΕ. ΧΗΡΗ ΕΓΩ ΓΑΡ
ΤΕΣΣΑΡΑΣ ΕΙΣ ΕΤΕΩΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΔΕΚΑΔΑΣ,
ΑΡΝΕΥΜΑΙ ΤΑ ΣΑ ΔΩΡΑ.. ΤΑ Δ ΕΜΠΑΛΙ ΚΥΠΡΙΔΟΣ ΕΡΓΩΝ
ΑΠΤΟΜΑΙ. ΩΡΗΣ ΓΑΡ ΚΡΕΙΣΣΟΝ ΟΡΩ ΤΟ ΘΕΛΕΙN".

Τη μελωδική σαΐτα στην Αθηνά αφιέρωσε η Βιττώ,
προσφορά της δουλειάς της της λιγοχρήματης
και είπε: " Αντίο θεά, κι έχε την. Γιατί εγώ
στα σαράντα μου, χήρα, απαρνιέμαι τα δώρα σου
και τα έργα αρχίζω της Αφροδίτης. 
Η πεθυμιά πιο δυνατή απ' την ηλικία".

*

IX 66

ΜΝΑΜΟΣΥΝΑΝ ΕΛΕ ΘΑΜΒΟΣ, ΟΤ ΕΚΛΥΕ ΤΑΣ ΜΕΛΙΦΩΝΟΥ
ΣΑΠΦΟΥΣ, ΜΗ ΔΕΚΑΤΩΝ ΜΟΥΣΑΝ ΕΧΟΥΣΙ ΒΡΟΤΟΙ

Ξαφνιάστηκ' η Μνημοσύνη σαν άκουσε τη Σαπφώ
τη μελίφωνη, μήπως και τη δέκατη έχουν Μούσα οι θνητοί.

_____

Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς

Καταγόταν απ' τη Μακεδονία ή τη Θεσσαλία και άκμασε στην εποχή του Αυτοκράτορα Αυγούστου. Ήταν ο πολυγραφότερος επιγραμματοποιός του καιρού του.

XI 327

ΤΗΝ ΞΗΡΗΝ ΕΠΙ ΝΩΤΑ ΛΥΚΑΙΝΙΔΑ, ΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
ΛΩΒΗΝ, ΤΗΝ ΕΛΑΦΟΥ ΠΑΝΤΟΣ ΑΠΥΓΟΤΕΡΗΝ,
ΑΙΠΟΛΟΣ Ηι ΜΕΘΥΩΝ ΟΥΚ ΑΝ ΠΟΤΕ, ΦΑΣΙ, ΣΥΝΩιΚΕΙ,
ΓΟΙ, ΓΟΙ. ΤΟΙΑΥΤΑΙ ΣΙΔΟΝΙΩΝ ΑΛΟΧΟΙ

Λυκαινίδα την κοκαλιάρα, τη ντροπή της 
Αφροδίτης, που 'χει κι από ελάφι γοφούς
πιο μικρούς, που όπως λέει το ρητό ούτε
και μεθυσμένος βοσκός θα συζούσε μ' αυτήν...
γκρ, γκρ, τέτοιες των Σιδωνίων  είναι οι γυναίκες. 

*

V 109

ΔΡΑΧΜΗΣ ΕΥΡΩΠΗΝ ΤΗΝ ΑΤΘΙΔΑ, ΜΗΤΕ ΦΟΒΗΘΕΙΣ
ΜΗΔΕΝΑ, ΜΗΤ ΑΛΛΩΣ ΑΝΤΙΛΕΓΟΥΣΑΝ, ΕΧΕ,
ΚΑΙ ΣΤΡΩΜΝΗΝ ΠΑΡΕΧΟΥΣΑΝ ΑΜΕΜΦΕΑ, ΧΩΠΟΤΕ ΧΕΙΜΩΝ,
ΑΝΘΡΑΚΑΣ. Η ΡΑ ΜΑΤΗΝ, ΖΕΥ ΦΙΛΕ, ΒΟΥΣ ΕΓΕΝΟΥ.

Με μια μόνο δραχμή, μπορείς την Ατθίδα Ευρώπη
να έχεις, χωρίς να φοβηθείς κανένα, χωρίς αυτή ν' αντιταχθεί.
και καθαρά σεντόνια έχει, και κάρβουνα στη
χειμωνιά. Καλέ μου Δία αδίκως μεταμορφώθης σ' αγελάδα.

_____

μετάφραση, Ανδρέας Λεντάκης

ΑΓΚΟΣΤΙΝΙΟ ΝΕΤΟ, ΑΓΚΟΛΑ, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:39 μ.μ.

0


Αγκοστίνιο Νέτο, Αγκόλα

Ο Αντόνιο Αγκοστίνιο Νέτο γεννήθηκε στο Κατέτε το 1922 και πέθανε το 1979. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση του κινήματος "Κέντρο Αφρικανικών Σπουδών" που ήταν το φυτώριο για την πολιτιστική και εθνική αφύπνιση της Αγκόλα. Αναμείχθηκε νεότατος στην πολιτική και ταυτόχρονα εκδήλωσε το μεγάλο, επίσης, πάθος του, την ποίηση. Η συλλογή του "Ιερή ελπίδα" μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Εκλέχτηκε αρχηγός του M.P.L.A. και αναδείχτηκε αρχικαπετάνιος του αντάρτικου της πατρίδας του, με επαναστατική δράση που έφτασε και έξω απ' τα σύνορα της Αγκόλα. Έγινε, όπως και ο Λουμούμπα, παναφρικανικό σύμβολο της χειραφέτησης της Αφρικής. Ήταν ο πρώτος Πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αγκόλα.

Να επινοείς 

Θα επινοήσεις 
στο πνεύμα, στα μούσκουλα,
στα νεύρα
να επινοήσεις μες στον άνθρωπο
μες στη μάζα
να επινοείς
και να διατηρείς
στεγνά τα μάτια.
Θα επινοήσεις
πάνω στη βεβήλωση
του δάσους
σε ασελγή ευρωστία
του κομμένου δέντρου
στο άρωμα πάνω
των πριονισμένων κορμών
να επινοείς
και να κρατάς τα μάτια στεγνά.
Θα επινοήσεις
το γέλιο
πάνω στο χλευασμό του ραβδιού
το κουράγιο στις μύτες της μπότας
του καλλιεργητή
τη δύναμη πάνω στα υπολείμματα
των ξεκοιλιασμένων θυρών
τη σταθερότητα
στο κόκκινο αίμα του αυθαίρετου
να επινοείς
και να κρατάς τα μάτια στεγνά.
Θα επινοήσεις
αστέρια πάνω στις σκαπάνες του πολέμου
την ειρήνη στα δάκρυα των παιδιών
την ειρήνη πάνω στον ίδρω
και τα δάκρυα του συμβόλαιου
την ειρήνη πάνω στο μίσος
να επινοείς την ειρήνη
και να διατηρείς τα μάτια στεγνά.

Θα επινοήσεις 
τη λευτεριά πάνω στους σκλαβωμένους δρόμους
τα δεσμά του έρωτα
πάνω στους παγανιστικούς
δρόμους του έρωτα
τα τραγούδια της γιορτής
πάνω στο κούνημα των σωμάτων
στα ομοιώματα της αγχόνης
να φαντάζεσαι
να φαντάζεσαι τον έρωτα
και να κρατάς τα μάτια στεγνά.

*

Κιναξίξι

Θ' αγαπούσα να κάθομαι
σ' ένα πάγκο στο Κιναξίξι
στις έξι κάποιας ζεστής βραδιάς
και να μείνω...

Ίσως κάποιος 
ερχόταν να κάτσει
στο πλευρό μου.

Θα 'βλεπα τα μαύρα πρόσωπα εκείνων
που υψώνουν το φανάρι
αργά θα 'θελα
να εκφράσω την απουσία στο μιγάδικο Κι -μπούν-
τουν των συζητήσεων
Θα 'βλεπα τα κουρασμένα βήματα
των σκλάβων που 'ναι γιοί σκλάβων
και που ζητούν εδώ τον έρωτα κι εκεί τη δόξα,

μακρύτερα κάποιο μεθύσι σε κάθε αλκοόλ

Ούτε μίσος ούτε ευτυχία

Μετά το ηλιοβασίλεμα
θ' άναβαν οι λάμπες
κι άσκοπα θα τριγύριζα
σκεπτόμενος πως πριν απ' όλα είναι απλή η ζωή μας

πολύ απλή
για τον κατάκοπο
που οφείλει να βαδίσει ακόμη.

_____

μετάφραση, Κώστας Βαλέτας

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΣΑΒΙΤΑΡ, ΑΠ' ΤΙΣ ΙΝΔΙΚΕΣ ΒΕΔΕΣ, ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:31 μ.μ.

0


Ύμνος στην Αυγή

Ήρθε τούτο το φως, από τα φώτα
τα όμορφα, το πλέον όμορφο, το φως του
παντού σκορπίζοντας. Η Νύχτα, του Ήλιου 
θυγατέρα και τούτη, την κοιλιά της άνοιξε
η Αυγή για να φανεί.

Από λευκότητα απαστράπτοντας, ορμά
η θυγατέρα της ημέρας, όπου
τον δρόμο της ετοίμασεν η Νύχτα
η σκοτεινή. καθώς είναι ενωμένες 
οι αθάνατες από γεννησιμιού τους,
η μια πίσω απ' την άλλη παν, ολοένα,
και παν στον ουρανό, και τον διατρέχουν
τα χρώματά τους εναλλάσσοντας.

Κ' οι δυο αδελφές τον ίδιο, άπειρο, δρόμο
κάνουνε. τον διατρέχουν, μαθημένες
απ' τον φωτοβόλο Θεό. ποτέ τους
δε σκοντάβουνε μήτε σταματούνε
η Αυγή κ' η Νύχτα, που, αν και μοιάζουν ξένες,
εγκαρδιακά 'ναι μονιασμένες.

Στο βλέμμα μας προβαίνει η θυγατέρα
της μέρας, φωτεινή, χαριτωμένη,
συντρεχτική, κυρία των αγαθών 
της γης. Ω Αυγή, σ' αυτούς τους τόπους να 'σαι
εύνοια γιομάτη, σήμερα!

Τον δρόμο της Αυγής που πέρασε, έχει
πάρει κι αυτή, και πάει μπροστά από μι' άλλη
που την ακολουθεί. κι αυτής η λάμψη
ξυπνά, όπως και της άλλης και της άλλης,
ό,τι ζει, και ψυχώνει ό,τι νεκρό 'ναι.

Πολλοί, που γι' αυτούς έλαμψε, την είδαν
άλλοτε, και περάσαν. για μας λάμπει 
σήμερα. σ' αυγινές, που θα 'ρθουν, ώρες,
χαιρετώντας την κι άλλοι θα περάσουν...


*

Ύμνος στον Σαβίταρ*

Να που ο θεός ορθώθηκε, ο Σαβίταρ,
το άρμα του ηνιοχώντας, για να δώσει
την κίνησιν απ' την αρχή και πάλι ,
γιατί τούτο είναι το έργο του, γιατί 'ναι
εκείνος που μοιράζει στους θεούς, τώρα, 
τον θησαυρό τους, και την τύχη δίνει 
 στον καλό δωρητή.

Ο θεός με τα μεγάλα χέρια, υψώνει
τα μπράτσα του, για να τον υπακούν
όλα. Κατά τον νόμο του πηγαίνουν
και τα νερά, κι ακόμη, σταματούνε 
την πορεία τους οι άνεμοι.

Ο άνθρωπος θ' αποζέψει , τώρα, το άτι
το γοργό, που μ' αυτό 'χε μπει στον δρόμο.
Τον οδοιπόρον έβγαλε απ' τον δρόμο
του ταξιδιού, χαλίνωσε των όρνιων
τη λαιμαργία, και πρόσταξε,  ο Σαβίταρ,
κ' ήρθεν η Ελευθερώτρια.

Μάζεψε η υφάντρα το απλωμένο υφάδι,
στη μέση το έργο του άφησε ο τεχνίτης.
Ορθώθη, εξεδιπλώθη, χώρισε άξια
της ημέρας τις ώρες: ο Σαβίταρ ,
είχε φτάσει πανέτοιμος...

Ο νοικοκύρης σπίτι του γυρίζει,
όπου κι αν μένη κι όσω χρονώ να 'ναι.
γεννήθηκε η φωτιά, προκόβει η φλόγα.
Στον γιον έδωσε η μάνα τη μερίδα
την πιο καλή, κατά την πεθυμιά του
όταν ο θεός τον έσπρωξε.

Τώρα, γυρίζει πίσω ο που είχε φύγει
να κατακτήση: ο πόθος όλων κείνων
που οδοιπορούσαν, είχε φτάσει κιόλας,
πριν απ' αυτούς, στο σπίτι τους. Στη μέση
τη δουλειά τους αφήνοντας, γυρίζουν
ο ένας πίσω απ' τον άλλον, του Σαβίταρ
τον νόμο ακολουθώντας.

Εσύ ώρισες μες το νερό να βρούνε
μονιά τα πλάσματα όλα αυτά που ζούνε
μες το νερό. Τ' αγρίμια να σκορπίσουν
στα θαμνοτόπια, και στα δάση μέσα 
να μείνουν τα πουλιά. Κανένα πλάσμα
δεν παρακούει τους νόμους σου, Σαβίταρ!

Ο Βαρούνα γυρίζει στη νερένια
πατρίδα του, καλό αν το κρίνη: ωστόσο
δεν ηρεμεί, και μες στο νάρκωμά του
ακόμα αναρριγεί. Πουλί κι αγρίμι
πάει στη φωλιά του πια, κατά τη θέση
που του ώρισεν ο Θεός.

Αυτός, π' ούτε ο Βαρούνα, ο Μίντρα, ο Ίντρα,
μηδ' ο Αρυάμαν ουδέ ο Ρούντρα κι ούτε
οι δαίμονες, στον νόμο του πηγαίνουν
ενάντια, εκείνος είναι, ο Θεός Σαβίταρ,
που για τη σωτηρία μου, με σέβας 
επικαλούμαι.

Ας κινηθεί η ευτυχία, ο νους, το χρέος
το τελετουργικόν! Ο Ναραχάμσα,
των γυναικών των θείων ο κύριος, να 'ναι
βοηθός μας και σκεπός! Του Θεού Σαβίταρ
να 'μαστε οι προσφιλείς, για ν' αφθονούνε
τ' αγαθά, και να 'ρχωνται τα πλούτη!

Από τον ουρανό κι από τη γη
κι απ' τα νερά ας μας έρχεται όλη η εύνοια
εκείνη που στον πόθον μας αξιώνεις!
Ας ευτυχίσουν οι υμνητές, ο φίλος
κι ο αοιδός, που μακρυά ακούγεται!

(Rig Veda, II 38)

 μετάφραση,  Άρης Δικταίος 


Ο Ινδουισμός δεν αποτελεί μια ενιαία θρησκεία με δόγμα, αλλά πρόκειται για ένα σύνολο παραδόσεων που αναπτύχθηκαν στην περιοχή γύρω από την κοιλάδα του Ινδού ποταμού σταδιακά, καθ΄ όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας των Ινδών. Περιέχεται η παράδοση αυτή στα ιερά βιβλία τους: τις βέδες και τις Ουπανισάδες.
 
Οι βέδες γράφτηκαναπό το 1500 έως το 1000 π. Χ. κι αντιστοιχούν στην Βεδική θρησκεία των Ινδών, που ήταν πολυθεϊστική και περιλάμβανε λατρεία με θυσίες σε θεούς όπως ο ουρανός, η φωτιά, ο ήλιος, ο θεός της καταιγίδας, της γονιμότητας, του πολέμου κ.ά.
 
Στις Βέδες κυριαρχεί η ιδέα του Ντάρμα.
 
Ντάρμα, ονομάζουν την παγκόσμια τάξη, την οποία οφείλουν οι άνθρωποι να σέβονται και να προσαρμόζουν τη ζωή τους σ΄ αυτήν. Έχει θεία καταγωγή κι αφορά τόσο στη δομή και λειτουργία του κόσμου, όσο και της κοινωνίας. Όσον αφορά την κοινωνία, ήταν χωρισμένη πριν από την εγκατάσταση των Αρίων σε τρεις τάξεις, τις βάρνες ή κάστες όπως τις ονόμασαν αργότερα οι Πορτογάλοι άποικοι.

 Τους ιερείς ή βραχμάνους, τους αριστοκράτες πολεμιστές και τους καλλιεργητές, στους οποίους προστέθηκαν αργότερα οι χειρώνακτες δηλαδή οι κατακτημένοι ντόπιοι λαοί. 

Απ΄ τη στιγμή που κάποιος γεννιόταν ήταν καθορισμένο σε ποια κάστα θα ανήκε για όλη του τη ζωή, χωρίς καμιά δυνατότητα αλλαγής (έλλειψη κοινωνικής κινητικότητας). Οι κάστες εντάσσονταν στην ιδέα του Ντάρμα. (Ντάρμα επίσης ονομάζεται το σύνολο των κανόνων της κάθε κάστας. Στο τέλος της βεδικής εποχής διαμορφώνεται η αντίληψη ότι στο βάθος του κόσμου βρίσκεται μια θεϊκή πραγματικότητα, ενώ ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι το εξωτερικό-επιφανειακό στρώμα αυτής της θεϊκής πραγματικότητας. Έτσι ο κόσμος χωρίζεται σε δυο μέρη:τη θεμελιώδη πραγματικότητα και τον φαινόμενο κόσμο.
 
Οι Ουπανισάδες γράφτηκαν απ΄ το 800 ως το 500 π. Χ. Εδώ σ΄ αντίθεση με τις Βέδες που θεωρούν τον κόσμο καλό, καλό θεωρείται μόνο η θεϊκή πραγματικότητα που αποτελεί το υπόστρωμα του σύμπαντος κι ονομάστηκε Μπράχμαν.

  • Άτμαν ονομάστηκε ένα τμήμα του Μπράχμαν, ένα θεϊκό στοιχείο που υπάρχει μέσα σε κάθε τι.
  • Σαμσάρα είναι η ανακύκληση των υπάρξεων.
  • Κάρμα είναι οι πράξεις που διέπραξε το ον στην προηγούμενη μορφή ύπαρξης και καθορίζουν τη μορφή στην οποία θα μεταβούν. Κάρμα = πράξη.
  • Μόξα είναι η λύτρωση από από την ατέρμονη παραμονή σε κάποια μορφή ύπαρξης, πράγμα που θεωρείται οδυνηρό.
Σύμφωνα με τις Βέδες η λύτρωση επιτυγχάνεται με το σεβασμό και την υποταγή στο Ντάρμα, ενώ σύμφωνα με τις Ουπανισάδες επιτυγχάνεται τη σταδιακή απόσυρση του νου του ανθρώπου από τον εξωτερικό κόσμο, η στροφή του στον εσωτερικό, ώστε το Άτμαν του να ταυτιστεί με το Μπράχμαν.

  • Γιόγκα ονομάζεται αυτή η σταδιακή απόσυρση του νου από τον εξωτερικό κόσμο, κι η ένωση με το Μπράχμαν.

_____
* Ο Σαβίταρ (Savitr) στον Ινδουισμό  είναι ηλιακή ζωοποιός θεότητα και "γιορτάζεται" σε έντεκα συνολικά ύμνους της Rig Veda, ενώ αναφέρεται σε τμήματα άλλων περίπου 170 φορές. Ο Ήλιος πριν την ανατολή ονομάζεται Savitr και μετά την ανατολή και μέχρι τη δύση ονομάζεται Surya. Ο Savitr, σαν ανεξάρτητη ηλιακή θεότητα, εξαφανίζεται απ' το Ινδουιστικό Πάνθεο μετά το τέλος της περιόδου των Veda. Εμφανίζεται όμως πάλι στον σύγχρονο Ινδουισμό.