ΤΡΑΧΙΝΙΑΙ, ΣΟΦΟΚΛΗ, ΚΛΑΣΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 7:38 μ.μ.

0



Τραχίνιαι, Σοφοκλή, αποσπάσματα

Ο ημίθεος Ηρακλής υποκύπτει στην ανθρώπινη φύση. «Πόνος και χαρά κυκλικά
γυρίζουν σ’  όλους, όπως πάνε και γυρίζουν τ’ άστρα του βοριά σε κύκλους (Τραχίνιαι, 128-131). 

Ο κύκλος των άθλων του Ηρακλή κλείνει με τη μόνη ήττα του που προκαλεί ο    Κένταυρος Νέσσος. Ο Νέσσος είχε φροντίσει να εξαπατήσει τη Διηάνειρα, τη σύζυγο του Ηρακλή, δίνοντάς της το «ερωτικό» φίλτρο που είναι όμως φαρμάκι απ’ τη Λερναία Ύδρα. Έτσι, όταν η Διηάνειρα «κάνει μάγια» στον Ηρακλή για να κρατήσει την αγάπη του, στέλνοντάς του λίγο πριν γυρίσει στο σπίτι έναν μανδύα ποτισμένο με το φίλτρο, ο Ηρακλής δηλητηριάζεται και ετοιμοθάνατος, μέσα σε φριχτούς πόνους, καταριέται τη γυναίκα του που στο μεταξύ, μαθαίνοντας τι έχει συμβεί, αυτοκτονεί. Η «πέτρα του σκανδάλου", η αιχμάλωτη Ιόλη με την οποία ο Ηρακλής έχει πλαγιάσει και την έχει ερωτευτεί, στέλνοντάς την, πριν ο ίδιος επιστρέψει, στην συζυγική κατοικία, θα γίνει τελικά σύζυγος του Ύλλου, του γιου του ήρωα, με επιθυμία του Ηρακλή, πριν καεί στην πυρά στην κορυφή της Οίτης, έχοντας ήδη, αναπόφευκτα, δεχτεί την πραγμάτωση του διφορούμενου χρησμού που είχε – νόμιζε – προβλέψει πως θα ήταν το τέλος των περιπετειών του στη ζωή κι όχι το τέλος της ίδιας του της ζωής.Ο «σκοτεινός»χρησμός – αγαπητό μοτίβο του Σοφοκλή – δεν είχε το νόημα των ανθρώπινων ερμηνειών και επιθυμιών αλλά το βάθος των θεϊκών αποφάσεων. Ένας ευαίσθητος αριστοτέχνης Σοφοκλής και πάλι προ των παρόδων.

Η τραγωδία του Σοφοκλή «Τραχίνιαι» γράφηκε πιθανό το 438 π.Χ.
 
***

ΗΡΑΚΛΗΣ

ΕΆΤΕ Μ’, ΕΆΤΕ ΜΕ ΔΥΣΜΟΡΟΝ
ΎΣΤΑΤΟΝ ΕΥΝΆΣΑΙ, ΕΆΤΕ ΜΕ ΔΎΣΤΑΝΟΝ.
ΠΑ ΜΟΥ ΨΑΎΕΙΣ; ΠΟΙ ΚΛΊΝΕΙΣ;
ΑΠΟΛΕΊΣ Μ’, ΑΠΟΛΕΊΣ.
ΑΝΑΤΈΤΡΟΦΑΣ Ό ΤΙ ΚΑΙ ΜΎΣΗι.
ΉΠΤΑΊ  ΜΟΥ, ΤΟΤΟΤΟΊ, ΉΔ’ ΑΎΘ’ ΈΡΠΕΙ.
ΠΌΘΕΝ  ΈΣΤ’, Ω
ΠΆΝΤΩΝ ΕΛΛΆΝΩΝ ΑΔΙΚΏΤΑΤΟΙ ΑΝΈΡΕΣ, ΟΥΣ ΔΗ
ΠΟΛΛΆ ΜΕΝ ΕΝ ΠΌΝΤΩι, ΚΑΤΆ ΤΕ ΔΡΊΑ ΠΆΝΤΑ
ΚΑΘΑΊΡΩΝ
ΩΛΕΚΌΜΑΝ Ο ΤΆΛΑΣ, ΚΑΙ ΝΥΝ ΕΠΊ ΤΏιΔΕ ΝΟΣΟΎΝΤΙ
ΟΥ ΠΥΡ, ΟΥ ΈΓΧΟΣ ΤΙΣ  ΟΝΉΣΙΜΟΝ ΟΥΚ ΕΠΙΤΡΈΨΕΙ;

 Αφήστε με το δύσμοιρο,
αφήστε με για ύστατη να
πλαγιάσω φορά, αφήστε με
το δυστυχή.
Πού μ’ αγγίζεις; Πού με απιθώνεις;
Με πεθαίνεις, με πεθαίνεις
ζωντανεύεις ξανά τους πόνους μου
που ’χαν γλυκάνει.
Με σπαράζει, αχ, ααχ, πάλι αυτή σέρνεται πάνω μου.
Από ποια πατρίδα είσαστε σεις,
ω άνδρες πιο άδικοι απ’ όλους τους Έλληνες,
που για χάρη σας, ελευθερώνοντας δάση
και θάλασσες, μύριες συμφορές βάσταξα
ο δυστυχής και τώρα, μ’ αυτή τη νόσο,
δεν είναι κανείς ανάμεσά σας να με λυτρώσει
με πυρά ή με ξίφος!
…………………………..

Ω ΠΑΙ, ΠΟΎ ΠΟΤ’ ΕΙ; ΤΆιΔΕ ΜΕ, ΤΆιΔΕ ΜΕ
ΠΡΌΣΛΑΒΕ ΚΟΥΦΊΣΑΣ. Ε, Ε, ΙΏ ΔΑΊΜΟΝ.
ΘΡΏιΣΚΕΙ Δ’ ΑΥ, ΘΡΏιΣΚΕΙ ΔΕΙΛΑΙΑ
ΔΙΟΛΟΎΣ’ ΗΜΆΣ
ΑΠΟΤΊΒΑΤΟΣ ΑΓΡΊΑ ΝΌΣΟΣ.
Ω ΠΑΛΛΆΣ, ΤΌΔΕ Μ’ ΑΥ ΛΩΒΆΤΑΙ. ΙΏ ΠΑΙ,
ΤΟΝ ΦΎΤΟΡ’ ΟΙΚΤΊΡΑΣ ΑΝΕΠΊΦΘΟΝΟΝ ΕΊΡΥΣΟΝ ΈΓΧΟΣ,
ΠΑΊΣΟΝ ΕΜΆΣ ΥΠΌ ΚΛΉιΔΟΣ. ΑΚΟΎ Δ’ ΆΧΟΣ Ω Μ’ ΕΧΌΛΩΣΕΝ
ΣΑ ΜΆΤΗΡ ΆΘΕΟΣ, ΤΑΝ ΏΔ’ ΕΠΊΔΟΙΜΙ ΠΕΣΟΎΣΑΝ
ΑΎΤΩΣ, ΏΔ’ ΑΎΤΩΣ, ΩΣ Μ΄’ΩΛΕΣΕΝ.
Ω ΔΙΟΣ ΑΥΘΑΊΜΩΝ, Ω ΓΛΥΚΎΣ  Α΅ΙΔΑΣ,
ΕΎΝΑΣΟΝ, ΕΎΝΑΣΟΝ Μ’
ΩΚΥΠΈΤΑ ΜΌΡΩι ΤΟΝ ΜΈΛΕΟΝ ΦΘΊΣΑΣ.

Παιδί μου, παιδί μου, πού είσαι;
Από εδώ, απ’ εδώ πιάσε με
να μου αλαφρύνεις τον πόνο.
Ε, ε, ααχ ο κακότυχος.
Ξανάρχεται, ξανάρχεται ολόπικρη
θέλοντας να με αποτελειώσει
η άγρια, αγιάτρευτη αρρώστια.
Ω, Παλλάδα, πάλι με πληγώνει.
Έλεος παιδί μου, γίνε σπλαχνικός
στον πατέρα σου. Χτύπησέ με
στον αυχένα τραβώντας το ξίφος σου,
που καμιά κατηγόρια δεν θα
γνωρίσει γι’ αυτό.
Γλύτωσέ με απ’ το πικρό βάρος
που μ’ αυτό  μ’ εφόρτωσε η άθεη
μάνα σου. Αχ, μακάρι κι εκείνη
να την έβλεπα να κουβαλάει τα ίδια, τα ίδια
που μ’ αυτά κι αυτή με φαρμάκωσε.
Ω, ομοαίματε του Δία, γλυκιέ Άδη
πάρε με τον μαύρο για να με
κοιμήσεις με γοργόφτερο θάνατο.
………………………….

ΧΟΡΟΣ

Άτυχη Ελλάδα, ποιο πένθος σε βλέπω
να φοράς, αν στερηθείς αυτό τον άνδρα.

ΥΛΛΟΣ

ΕΠΕΊ ΠΑΡΈΣΧΕΣ ΑΝΤΙΦΩΝΉΣΑΙ, ΠΆΤΕΡ,
ΣΙΓΗΝ ΠΑΡΑΣΧΏΝ, ΚΛΎΘΙ ΜΟΙ ΝΟΣΏΝ ΟΜΩΣ.
ΑΙΤΉΣΟΜΑΙ ΓΑΡ Σ’ ΩΝ ΔΊΚΑΙΑ ΤΥΓΧΆΝΕΙΝ.
ΔΟΣ ΜΟΙ ΣΕΑΥΤΌΝ, ΜΗ ΤΟΣΟΎΤΟΝ ΩΣ ΔΆΚΝΗι
ΘΥΜΏι ΔΎΣΟΡΓΟΣ. ΟΥ ΓΑΡ ΑΝ ΓΝΟΊΗΣ ΕΝ ΟΙΣ
ΧΑΊΡΕΙΝ ΠΡΟΘΥΜΉι ΚΑΝ ΌΤΟΙΣ ΑΛΓΕΊΣ ΜΆΤΗΝ.

Αφού το δικαίωμα μου ’δωσες να μιλήσω
κι εγώ, πατέρα, άκουσέ με σιωπηρά, αν και
νοσείς. Γιατί θα σου ζητήσω όσα είναι δίκαια.
Δώσε μου προσοχή περισσότερο απ’ όσο
σ’ αφήνει το δάγκωμα του θυμού.
Διαφορετικά, δεν θα μπορέσεις να νιώσεις
πως σου είναι άχρηστη πια η προθυμία να χαρείς
για όσα θες και πως όμοια άχρηστο το
να στενοχωριέσαι γι’ αυτά.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πες, τελειώνοντας, όσα σκέφτεσαι.
Όπως νοσώ, τίποτα δε νιώθω απ’ όσα εσύ
από πολλή ώρα ψιθυρίζεις.

ΥΛΛΟΣ

Για τη μητέρα μου θέλω να μιλήσω,
τι συμβαίνει σ’ εκείνην τώρα, και για όσα εκείνη
αθέλητα έσφαλε.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Ω παγκάκιστε, και θέλεις λοιπόν να σ’ ακούσω
να μιλάς για την πατροφόνα μάνα σου;

ΥΛΛΟΣ

Δεν πρέπει να σιγήσω για όσα
δεν είναι αλλιώς τώρα.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Σίγουρα βέβαια και για κείνα
που εκείνη έκανε πριν.

ΥΛΛΟΣ

Αλλά τίποτα δεν θα πεις γι’ αυτά
που θ' ακούσεις τώρα.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Λέγε, αλλά πρόσεξε να μη
φανείς κακός γόνος.

ΥΛΛΟΣ

Λέω. Μόλις πέθανε σφαγμένη.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Ποιος ο φονιάς; Μόλις ξεστόμισες τρομερό λόγο.

ΥΛΛΟΣ

Ο εαυτός της και κανένας άλλος.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Άαχ! Πριν, όπως έπρεπε, να θανατωθεί
απ’ το δικό μου χέρι;

ΥΛΛΟΣ

Θα πέσει ο θυμός σου αν τα μάθεις όλα.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Με σκοτεινό λόγο άρχισες. Τι εννοείς; Πες.

ΥΛΛΟΣ

Έσφαλε, ενώ ήθελε τα καλά. Αυτό είναι όλο.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Τα καλά, ω κάκιστε, σκοτώνοντας τον πατέρα σου;

ΥΛΛΟΣ

Να σε μαγέψει, για όφελος της δικής της
αγάπης, σαν είδε μέσα στο σπιτικό μας
τη νέα νύφη. Μα αμάρτησε.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Και ποιος απ’ τους Τραχίνιους της έδωσε το μαγικό;

ΥΛΛΟΣ

Είναι καιρός που ο Νέσσος, ο Κένταυρος, έπεισε
τη σκέψη της πως μ’ ένα τέτοιο φίλτρο
θα τρελαινόσουν από πόθο γι’ αυτήν.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Αλοίμονο, αλοίμονο, τελειώνω ο κακότυχος, τελειώνω.
Χάθηκα, χάθηκα. Δεν βλέπω φως για μένα.
Αλοίμονο, νομίζω πια πως στέκομαι
στο χείλος της συμφοράς.
…………………………………

ΗΡΑΚΛΗΣ

Για μένα, παλιός χρησμός απ’ τον πατέρα μου
είχε φανερώσει πως δεν θα με θανατώσει κανείς
απ’ όσους έχουν πνοή ζωής αλλά κάποιος που
είναι ήδη κάτοικος του Άδη. Αυτός λοιπόν
ο χαμένος Κένταυρος, σύμφωνα με τον θεϊκό
χρησμό, έτσι, εμένα τον ζωντανό, αν και νεκρός, σκοτώνει.
…………………………………

ΗΡΑΚΛΗΣ
................
Αυτά, λοιπόν, αφού ολοφάνερα συμβαίνουν
παιδί μου, κι εσύ σύντρεξέ με και μην οπλίσεις
με θυμωμένα λόγια το στόμα μου αλλά
να συμπράξεις, αναγνωρίζοντας πως ο πιο
καλός νόμος είναι να υπακούει κανείς στον πατέρα του.
………………………………….

ΗΡΑΚΛΗΣ

Γνωρίζεις, λοιπόν, την ψηλότερη κορφή
του Δία, στην Οίτη;

ΥΛΛΟΣ

Τη γνωρίζω. Γιατί συχνά θυσίες έκανα εκεί πάνω.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Εκεί τώρα είναι ανάγκη ο ίδιος, μαζί με όσους
απ’ τους φίλους σου θέλεις, ν’ ανεβάσεις το κορμί μου
κι αφού στοιβάσεις, κόβοντας,
πλήθος κλαδιά βαθύρριζης βαλανιδιάς
κι αγριελιάς απίθωσέ με πάνω.
Κι άναψε φωτιά, παίρνοντας ρετσινωμένες
δάδες από πεύκο. Κανένα δε θέλω
θρηνητικό δάκρυ, αλλά αστέναχτος κι αδάκρυτος
φτάσε στο τέλος, αν είσαι παιδί τούτου του άντρα.
 …………………………………………..

 απόδοση, Γιώργος Τσακιράκης Κρης

_____


-Τη φωτιά στην Οίτη, για να καεί το σώμα του Ηρακλή, την άναψε ο  Φιλοκτήτης, επειδή δεν θέλησε να το κάνει ο Ύλλος.