Τ' ΑΔΕΡΦΙΑ, ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:34 μ.μ.

0


Τ' ΑΔΕΡΦΙΑ

Η κυρά Ρήνη του Σκληρού κι η Αρετή του Δούκα
κι η Χρυσοκουβουκλιώτισσα, πανεύνοστα κορίτσια,
βγήκαν να περπατήσουνε και στο λουτρό να πάνε.
Η μάνα της η Σκλήραινα: - Κάτσε Ρηνιώ, της λέγει,
κι ο κύρης της αντίλεγε: - Σύρε, Ρηνιώ μου, σύρε,
σύρε, κι εγώ για χάρη σου τρεις βίγλες θα καθίσω.
τη μια καθίζω στο βουνό, την άλλη στ' ακρογιάλι,
την τρίτη την καλύτερη μες στου λουτρού την πόρτα.
Ακόμη ο λόγος έστεκε κι η συντυχιά αποκράτει,
φωνάζ' η βίγλα του βουνού: - Μια φούστα κατεβαίνει,
αφροκοπάει στα κύματα, τον Πλάτανο διαβαίνει!
Φωνάζ' η βίγλα του γιαλού: - Δυο φούστες αρμενίζουν,
βάνουνε πλώρη στο καστρί και στου λουτρού την πόρτα!
Φωνάζει κι καλύτερη: - Κορίτσια, πιάκανέ σας!
Ώστε ν' αλλάξ' η Αρετή, ν' αναζωστεί η Ειρήνη
κι η Χρυσοκουβουκλιώτισσα το δέμα της να βάλει,
άλλοι απ' την πόρτα μπαίνουνε κι άλλοι απ' το παραθύρι,
την ακριβή της Σκλήραινας ανάγερα την πάνε.

Τουρκόπουλο την δέχεται στα ολόχρυσα ντυμένο,
από το χέρι την κρατεί, στη φούστα την εμπάζει,
στα κάματα τηνε φιλεί, τηνε σφιχταγκαλιάζει.
Πουλάκι πήγε κάθισε στης τέντας του τα ξύλα.
δεν εκιλάδειε σαν πουλί κι ούτε σαν χελιδόνι,
μόν' εκιλάδειε κι έλεγε μ' ανθρωπινή λαλίτσα:
- Πολύ κακό που το 'παθες, Σκλήραινα, τέτοια μέρα,
στη Ρήνη σου την ακριβή, τη μοσχοαναθρεμμένη,
οπού ΄χε ρήγαν αδελφό, που 'χε και ρήγα κύρη!
Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι και κατάρα,
να 'χει ο αδελφός την αδελφή στον κόρφο του κλεισμένη,
σα νύφη να τηνε φιλεί, σαν άντρας να την βλέπει;
- Ακούς, ακούς, Τουρκόπουλο, τι λέει το πουλάκι;
- Αν έχεις μαύρο γρήγορο, φτάνεις του στο τραπέζι,
αν έχεις μαύρο πάρνακα. φτάνεις τους να βλογούνται.
Δίνει βουτσιά του μαύρου του, και πάει σαράντα μίλια.
Και μεταδευτερώνει του, και πάει σαρανταπέντε.
Στη στράταν όπου πήγαινε, τον Θεόν επαρακάλει.
"Θεέ, να βρω τη μάνα μου στον κήπο να ποτίζει".
Σα Χριστιανός το έλεγε, σαν άγιος εξακούσθη,
εύρηκε και τη μάνα του στον κήπο να ποτίζει.
- Καλώς τα κάνεις, γραία μου, και τίνος είν' ο κήπος;
- Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του Γιαννάκη.
Σήμερα της καλίτσας του άλλον της δίνουν άντρα,
μ' άλλον άντρα την ευλογούν, μ' άλλον την στεφανώνουν.
- Για πες μου, πες μου γραία μου, τους φτάνω στο τραπέζι;
- Αν έχεις μαύρο γρήγορο, φτάνεις του στο τραπέζι,
αν έχεις μαύρο πάρνακα, φτάνεις τους να βλογούνται.

Δίνει βουτσιά του μαύρου του, και πάει σαράντα μίλια.
Και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
Ο μαύρος εχλιμίντρισε κι η κόρη τον γνωρίζει.
- Κόρη μου ποιος σου ομιλά και ποιος σε συντυχαίνει;
- Είναι ο πρώτος μου αδελφός, μου φέρνει τα προικιά μου.
- Αν είν' ο πρώτος σ' αδελφός, έβγα να τον κεράσεις.
Χρυσό ποτήρι άρπαξε, να βγει να τον κεράσει.
- Δεξιά μου στέκα, λυγερή, ζερβιά πέρνα με κόρη.
Κι ο μαύρος εγονάτισε, κι η κόρη απάνω' ευρέθη.
Τρέχει ευθύς σαν άνεμος, Τούρκοι κρατούν τουφέκια.
Μηδέ το μαύρον είδανε, μηδέ τον κονιαρτό του.
Ποιος έχει μαύρο γρήγορο, είδε τον κονιαρτό του.
Ποιος έχει μαύρο πάρνακα, μηδέ τον κονιαρτό του.