ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 4:03 μ.μ.

0


Άγγελος Σικελιανός, 15 Μάρτη 1884-19 Ιούνη 1951

























































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ

Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,

μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν 
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα 
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου
όπου χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα 
στης Έφεσος το Ναό·
γιγάντιες σκέψες
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα
άναβαν στο νου μου,
τι όλη μου καίγονταν μονομιά  η ζωή
στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς σου Ελλάδα!

Γι’ αυτό δεν είπα: 
Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου.
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,
καταβολάδα του Εμπυραίου,
με την δάδα τούτην, 
ορθός πορεύοντας ως με την ύστερη ώρα, 
όλες να φέξουν τέλος, τις γωνιές της Οικουμένης
ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή, στο πνέμμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα!

Είπα κι εβάδισα 
κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι
στο Καύκασό Σου
και το κάθε πάτημά μου
ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο
τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου
τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου
γιατί το σώμα, η όψη μου, όλο μου το πνέμμα
καθρεφτιζόταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.

Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,
καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου
της Λευτεριά Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο, 
καινούργιο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης 
όπου να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!

Κ’ είπα: 
Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κ’ οι θεοί Σου 
οι Ολύμπιοι, χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο, 
γιατί τους θάψαμε βαθιά-βαθιά να μην τους βρουν οι ξένοι. 
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε, κι ετριπλοστέριωσε όλο, 
μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε από πάνω. 
Κι ακόμη ξέρω, πως για τις σπονδές και το τάμα 
του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα Ελλάδα,
μέρες και νύχτες, τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους
όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!

Μοίρα· κ’ η μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου!
Κι απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη,
να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει
ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει 
τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!
Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα μέσα στα στήθη,
και κράζω σήμερα μ’ αυτή προς τους Συντρόφους όλους:

«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»

"Ομπρός, οι δημιουργοί... Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση
δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου
και το μακρά και το σιμά για με πια είν' ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι
βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!

Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη.
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,
και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης.

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα!»

Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς Σου, Ελλάδα, 

αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου, όπου, χρόνια
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το ναό, ως σας έκραζα, συντρόφοι!


*


ΘΑΛΕΡΟ

Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ' αμπέλια απάνωθεν
      εκοίταγε η σελήνη·
κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας
      μες σε διπλή γαλήνη.


Bαριά τα χόρτα, ιδρώνανε στην αψηλήν απανεμιά
      το θυμωμένο γάλα,
κι από τα κλήματα τα νια, που της πλαγιάς ανέβαιναν
      μακριά-πλατιά τη σκάλα,


σουρίζανε οι αμπελουργοί φτερίζοντας, εσειόντανε
      στον όχτο οι καλογιάννοι,                                    10
κι άπλων' απάνω στο φεγγάρι η ζέστα αραχνοΰφαντο
      κεφαλοπάνι...


Στο σύρμα, μες στο γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
      τό 'να από τ' άλλο πίσω,
την κρεμαστή τους τραχηλιά κουνώντας, τον ανήφορο
      ξεκόβαν το βουνίσο.


Σκυφτό, τη γης μυρίζοντας, και το λιγνό λαγωνικό,
      με γρήγορα ποδάρια,
στου δειλινού τη σιγαλιά βράχο το βράχο επήδαγε
      ζητώντας μου τα χνάρια.                                    20


Kαι κάτου απ' την κληματαριά την άγουρη μ' επρόσμενε,
      στο ξάγναντο το σπίτι,
σωστό τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
      το φως του Aποσπερίτη...


Eκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
      η αρχοντοθυγατέρα,
οπού 'χε από τη δύναμη στον πετρωτό της το λαιμό
      χαράκι ως περιστέρα·


που η όψη της, σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
      της παρθενιάς τη φλόγα,                                    30
κι απ' τη σφιχτή της ντυμασιά, στα στήθια της τ' αμάλαγα,
      χώριζ' ολόρτη η ρώγα·


που ομπρός από το μέτωπο σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
      πλεμένα είχε σηκώσει,
σαν τα σκοινιά του καραβιού, που δε θα μπόρει' η φούχτα μου
      ναν της τα χερακώσει.


Λαχανιασμένος στάθη εκεί κι ο σκύλος π' αγανάχτησε
      στα ορτά τα μονοπάτια,
κι ασάλευτος στα μπροστινά, με κοίταγε, προσμένοντας,
      μια σφήνα μες στα μάτια.                              40


Eκεί τ' αηδόνια ως άκουγα, τριγύρα μου, και τους καρπούς
      γευόμουν απ' το δίσκο,
είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
      βαθιά στον ουρανίσκο...


Σα σε κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε η ψυχή,
      πασίχαρο μελίσσι,
που όλο κρυφά πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ωσάν τσαμπιά
      στα δέντρα ν' αμολήσει.


Kι ένιωθα κρούσταλλο τη γη στα πόδια μου αποκάτωθε
      και διάφανο το χώμα                                    50
γιατί πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου υψωνόντανε
      μ' αδρό, γαλήνιο σώμα.


Eκεί μ' ανοίξαν το παλιό κρασί, που πλέριο ευώδισε
      μες στην ιδρένια στάμνα,
σαν τη βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεί κατάψυχρη
      νύχτια δροσιά τα θάμνα...


Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχτηκε
      ν' αναπαυτεί λιγάκι
πά' σε σεντόνια ευωδερά από βότανα, και γαλανά
      στη βάψη από λουλάκι...