ΕΙΣ ΕΡΜΗΝ, ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ, ΚΛΑΣΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:01 π.μ.

0


(Ο Ερμής κλέβει τα βόδια του Απόλλωνα)

`Ερμήν ύμνει Μούσα Διός καί Μαιάδος υιόν,
Κυλλήνης μεδέοντα καί 'Αρκαδίης πολυμήλου,
άγγελον αθανάτων εριούνιον, όν τέκε Μαία
νύμφη εϋπλόκαμος Διός εν φιλότητι μιγείσα αιδοίη.
.................................................................................

Μούσα, τραγούδα τον Ερμή, το γιο του Δία και της Μαίας,
της πολυπρόβατης τ' Αρκάδα γης και της Κυλλήνης ρήγα,
τον τετραπέρατο μηνύτορα των αθανάτων όλων,
που νύμφη γέννησε  ωριοπλέξουδη η Μαία με το Δία
η τιμημένη ερωτοσμίγοντας................................

καί τότ' εγείνατο παίδα πολύτροπον, αιμυλομήτην,
ληϊστήρ', ελατήρα βοών, ηγήτορ' ονείρων,
νυκτός οπωπητήρα, πυληδόκον, ός τάχ' έμελλεν
αμφανέειν κλυτά έργα μετ' αθανάτοισι θεοίσιν.
ηώος γεγονώς μέσω ήματι εγκιθάριζεν,
εσπέριος βούς κλέψεν εκηβόλου 'Απόλλωνος,
τετράδι τή προτέρη τή μιν τέκε πότνια Μαία.

..................................................................................

κι έναν η ξωθιά του 'καμε γιο πανούργο
κουρσάρο, ονειροκλειδοκράτορα, πολύβουλο, πορτιέρη,
κλεφτοβοϊδά, νυχτοβιγλάτορα που 'μελλε σε λιγάκι
περίφημα μες τους αθάνατους να φανερώσει έργα.
Χαραυγογέννητος κιόλα έπαιζε το γιόμα την κιθάρα.
του μακρορίχτη Φοίβου αποσπερού έκλεψεν τις γελάδες
κι η Μαία η σεπτή τον γέννησε στις τέσσερις του μήνα.
.................................................................................

'Ηέλιος μέν έδυνε κατά χθονός ωκεανόν δέ
αυτοίσίν θ' ίπποισι καί άρμασιν, αυτάρ άρ' `Ερμής
Πιερίης αφίκανε θέων όρεα σκιόεντα,
ένθα θεών μακάρων βόες άμβροτοι αύλιν έχεσκον
βοσκόμεναι λειμώνας ακηρασίους ερατεινούς.
τών τότε Μαιάδος υιός εΰσκοπος 'Αργειφόντης
πεντήκοντ' αγέλης απετάμνετο βούς εριμύκους.
πλανοδίας δ' ήλαυνε διά ψαμαθώδεα χώρον
ίχνι' αποστρέψας: δολίης δ' ου λήθετο τέχνης
αντία ποιήσας οπλάς, τάς πρόσθεν όπισθεν,
τάς δ' όπιθεν πρόσθεν, κατά δ' έμπαλιν αυτός έβαινε.

..................................................................................

Στους κόρφους βύθιζε τ' Ωκεανού κάτω απ' την γην ο ήλιος
με τ' αλογά του και τ' αμάξι του, σύντας στα ησκιωμένα
βουνά της Πιερίας ο Ερμής τρέχοντας έφτασε όπου
των εύτυχων θεών τ' αθάνατα σταυλίζουνταν τα βόδια
κι έβοσκαν στα χορταροσκέπαστα, τ' αθέριστα λιβάδια.
Της Μαίας τότ' ο γιος ο ξάγρυπνος Αργοφονιάς, πενήντα
κεφάλια απ' το κοπάδι ξέκοψε βαριόμουγκρες γελάδες.
Τις πήγαινεν απ' αμμουδότοπους, σε δρόμους - μονοπάτια -
τα κωλοπίσω, και την πονηρή τέχνη του δεν ξεχνούσε,
και των βοδιών τις μπρος τις πατησιές αντίστρεψεν οπίσω
τις πίσω μπρος κι ατός κατόπι τους κανονικά δρομούσεν.
...................................................................................
 
τόν δέ γέρων ενόησε δέμων ανθούσαν αλωήν
ιέμενον πεδίον δέ δι' 'Ογχηστόν λεχεποίην:
τόν πρότερος προσέφη Μαίης ερικυδέος υιός:
ώ γέρον ός τε φυτά σκάπτεις επικαμπύλος ώμους,
ή πολυοινήσεις εύτ' άν τάδε πάντα φέρησι
καί τε ιδών μή ιδών είναι καί κωφός ακούσας,
καί σιγάν, ότε μή τι καταβλάπτη τό σόν αυτού.

.................................................................................

Γέροντας κάποιος, που εδούλευε, στ' αμπέλια τ' ανθισμένα
τον είδε, όταν στην παχειολίβαδη την Ογχηστός περνούσε.
και τότε ο γιος της κοσμοξάκουστης της Μαίας του 'πε πρώτος:
"Γέροντα, που τ' αμπέλια με γυρτούς τους ώμους ξελακκώνεις,
πολύ θα σου χαρίσουνε κρασί, σα θα καρποφορήσουν.
Όμως μη βλέπε, γέρο, βλέποντας κι ακούγοντας μην άκου,
και σώπαινε, μια και ζημιά καμιά δε γίνεται σ' εσένα".
..................................................................................


 Κυλλήνης δ' αίψ' αύτις αφίκετο δία κάρηνα
όρθριος.................................................................

Το σύναυγο στις θεϊκές κορφές έφτασε της Κυλλήνης
..................................................................................
 
εσσυμένως δ' άρα λίκνον επώχετο κύδιμος `Ερμής:
σπάργανον αμφ' ώμοις ειλυμένος ηΰτε τέκνον
νήπιον εν παλάμησι περ' ιγνύσι λαίφος αθύρων
κείτο, χέλυν ερατήν επ' αριστερά χειρός εέργων.
μητέρα δ' ουκ άρ' έληθε θεάν θεός, είπέ τε μύθον:
τίπτε σύ ποικιλομήτα πόθεν τόδε νυκτός εν ώρη
έρχη αναιδείην επιειμένε; νύν σε μάλ' οίω
ή τάχ' αμήχανα δεσμά περί πλευρήσιν έχοντα
Λητοΐδου υπό χερσί διέκ προθύροιο περήσειν,
ή σέ φέροντα μεταξύ κατ' άγκεα φηλητεύσειν.
έρρε πάλιν: μεγάλην σε πατήρ εφύτευσε μέριμναν
θνητοίς ανθρώποισι καί αθανάτοισι θεοίσι.
Τήν δ' `Ερμής μύθοισιν αμείβετο κερδαλέοισι:
μήτερ εμή τί με ταύτα † τιτύσκεαι † ηΰτε τέκνον
νήπιον, ός μάλα παύρα μετά φρεσίν αίσυλα οίδε,
ταρβαλέον καί μητρός υπαιδείδοικεν ενιπάς;
αυτάρ εγώ τέχνης επιβήσομαι ή τις αρίστη
βουκολέων εμέ καί σέ διαμπερές

.................................................................................

ει δέ μ' ερευνήσει Λητούς ερικυδέος υιός,
άλλο τί οι καί μείζον οΐομαι αντιβολήσειν.
είμι γάρ εις Πυθώνα μέγαν δόμον αντιτορήσων: 

................................................................................. 

Με βιάση στο μπεσίκι του ο Ερμής, ο δοξαστός εχώθη.
και με τα σπαργανάκια του τους δυο τυλίγοντας τους ώμους
αναπαυόταν, σα μικρό παιδί, και με το σκέπασμά του 
έπαιζε κι έκρυβε στ' αριστερό πλευρό του τη χελώνα.
Μα τη θεά - τη μάνα του - ο θεός δεν ξέφυγε και του 'πε:
"Τι έκανες; Κι από πού, παμπόνηρο, φτάνεις με τόση αναίδεια
μεσάνυχτα; Θαρρώ στα σίγουρα τώρα ή την πόρτα τούτη
θα διαβείς μ' ανίκητα δεσμά σφιγμένα στα πλευρά σου
ολόγυρα απ' το τέκνο της Λητώς ή και ληστής στις άγριες
χαράδρες να γινείς γιατί ως εκεί θα σ' οδηγήσει εκείνος.
Χάσου από μπρος μου! ο πατέρας σου σ' έσπειρε για μεγάλη
σκοτούρα των αιώνιων των θεών και των θνητών ανθρώπων".
Και ζυγιασμένη απόκριση ο Ερμής έδωκε τότε κι είπε:
"Γιατί με λόγια, μάνα μου, πικρά με κατσαδιάζεις έτσι;
λες άβουλο και δύστυχο παιδί να 'μουν που 'χει στο νου του
πολύ καλές αρχές, μα το δειλιούν της μάνας του οι φοβέρες;
Όμως εγώ δουλειά την πιο καλή, θα κάμω το καλό μου,
και το δικό σου πάντα το καλό ζητώντας
....................................................................................
Κι αν της Λητώς της δοξαστής ο γιος, ψάξει να βρει πού είμαι
θαρρώ πολύ χειρότερα κακά, πως θα τον βρουν ακόμα.
Θα πάω στην Πυθώ γυαλιά - καρφιά, να κάνω τη μεγάλη
την κατοικιά του.....................................................

ένθ' επεί εξερέεινε μυχούς μεγάλοιο δόμοιο
Λητοΐδης μύθοισι προσηύδα κύδιμον `Ερμήν:
'~Ω παί ός εν λίκνω κατάκειαι, μήνυέ μοι βούς
θάττον: επεί τάχα νώϊ διοισόμεθ' ου κατά κόσμον.
ρίψω γάρ σε βαλών ες Τάρταρον ηερόεντα,
εις ζόφον αινόμορον καί αμήχανον: ουδέ σε μήτηρ
ες φάος ουδέ πατήρ αναλύσεται, αλλ' υπό γαίη
ερρήσεις ολίγοισι μετ' ανδράσιν ηγεμονεύων.
Τόν δ' `Ερμής μύθοισιν αμείβετο κερδαλέοισι:
...............................................................................


 Σαν της μεγάλης της σπηλιάς εκεί, καλόψαξε τις άκρες,
αυτά στο δοξασμένο τον Ερμή, λέει της Λητώς ο γόνος:
"Μπέμπη, που χώθεις στο μπεσίκι σου, πες μου αμέσως που 'ναι
τα βόδια μου, τι θα 'ταν άπρεπο, να τσακωθούμε οι δυο μας.
στο μαύρο τον Τάρταρο αρπώντας σε, θα ρίξω στο σκοτάδι,
που φέρνει δυστυχιά ανεβάσταγη. κι ούτε ο γονιός σου κι ούτε
η μάνα σου θα μπορούνε αποκεί, στο φως να σε οδηγήσουν,
μον θα γυρίζεις κάτω από τη γη, αφέντης μόνο σ' ήσκιους".
Και ζυγιασμένη απόκριση ο Ερμής του 'δωκε τότε...
..................................................................................

'`Ως άρ' έφη καί πυκνόν από βλεφάρων αμαρύσσων
οφρύσι ριπτάζεσκεν ορώμενος ένθα καί ένθα,
μάκρ' αποσυρίζων, άλιον τόν μύθον ακούων.    
 ..................................................................................

Είπε και βλέμματα απ' τα φρύδια του κάτω λαμπρά πετούσε
και σ' όλες τις μεριές κοιτάζοντας εσούφρωνε τα φρύδια,
και σαν π' ακούει λόγια μάταια, εσφύριζε συνέχεια.
...................................................................................

 τόν δ' απαλόν γελάσας προσέφη εκάεργος 'Απόλλων:
'~Ω πέπον ηπεροπευτά δολοφραδές ή σε μάλ' οίω
πολλάκις αντιτορούντα δόμους εύ ναιετάοντας
έννυχον....................................................................

Κι ο μακροδόξαρος Απόλλωνας του 'πεν αχνογελώντας:
"Ρε κούτσικο! γεμάτο πονηριές, ρε απατεωνίσκο!
πολλές πιστεύω πλούσιες κατοικιές θα διαγουμίσεις νύχτα
.................................................................................

 αλλ' άγε, μή πύματόν τε καί ύστατον ύπνον ιαύσης,
εκ λίκνου κατάβαινε μελαίνης νυκτός εταίρε.
τούτο γάρ ούν καί έπειτα μετ' αθανάτοις γέρας έξεις:
αρχός φηλητέων κεκλήσεαι ήματα πάντα.
....................................................................................

Μ' αν για στερνή, ολόστερνη φορά, να κοιμηθείς δεν θέλεις,
εμπρός κατέβα απ' το μπεσίκι σου, σύντροφε μαύρης νύχτας!
Ωστόσο αποδώ και μπρός τιμή μέσα στους αθανάτους
τους άλλους θα 'χεις. αρχιλήσταρχος για πάντα θα καλείσαι!
..................................................................................

( Στιγμιότυπα από τους 580 στίχους του ύμνου )

Οι Ομηρικοί Ύμνοι ήδη απ' την εποχή των Περσικών πολέμων δεν θεωρούνται έργα του Ομήρου αλλά του 7ου και 6ου αι. π.Χ. Η τύχη μας διαφύλαξε 34 Ομηρικούς Ύμνους, απ' τους οποίους αξίζει να ξεχωρίσουμε τέσσερα μεγάλα μάλλον ποιήματα, αληθινά έπη όχι κατώτερα από πολλές διηγήσεις της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, αφιερωμένα στην Δήμητρα, στον Ερμή, στον Απόλλωνα και στην Αφροδίτη.
 *
Ο ύμνος στον Ερμή, έχει υπόθεση τη γέννηση του θεού και τις πρώτες αποδείξεις για την πανουργία και την εφευρετικότητά του. Εδώ ο θεός του εμπορίου και των εφευρέσεων παριστάνεται, σαν αριστοτέχνης της κλεψιάς και της απάτης. Από τους πρώτους κιόλας στίχους τού αποδίδονται τα πρώτα επίθετα, που φανερώνουν πολύ πετυχημένα τον χαρακτήρα του θεού. 
Καρπός του Δία - περίφημου προδότη της συζυγικής κλίνης - και της Μαίας,  πανέμορφης δυχατέρας του τιτάνα Άτλαντα, εγεννήθη τα ξημερώματα της τέταρτης ημέρας κάποιου μήνα, σε μια σπηλιά της Αρκαδικής Κυλλήνης. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, κάνοντας τον πρώτο του περίπατο, βρίσκει στην είσοδο της σπηλιάς μια χελώνα και από το καβούκι της κατασκευάζει  τη λύρα, που άρχισε κιόλας να κρούγει μελωδικά, υμνώντας την καταγωγή του. Έχοντας έμφυτη ροπή στην κλεψιά, απάνω στο μούχρωμα, παρατάει την κούνια του και κλέφτει πενήντα κεφάλια γελάδες, από τα βόδια του αδελφού του Απόλλωνα. Τις οδηγεί αμαγκάζοντάς τε να βαδίζουν τα πισώκωλα, για να μην υπάρχουν αχνάρια ξεκινήματος. 

Στο μεταξύ ο Απόλλωνας, αφού έμαθε από κάποιον γερο ξωμάχο ότι κάποιο νήπιο οδηγούσε τα κλεμμένα βόδια, κατάλαβε ότι ο κλέφτης είναι ο νιογέννητος αδελφός του. Πορεύεται στην Κυλλήνη, μπαίνει μέσα στη σπηλιά, και αποκαλώντας τον φασκιοτύλιχτο Ερμή κλέφτη και απειλώντας τον ότι θα τον ρίξει στον Τάρταρο, ζητάει να του ειπεί που έχει κρυμμένα τα βόδια. Ψύχραιμα ο Ερμής, και με αναίδεια που προσβάλλει την κοσμιότητα, αρνιέται το κλέψιμο των βοδιών. Πάμε στον πατέρα μας τον Δία, του κρένει, κι εκεί, "δός δίκην και δέξου παρά Ζηνί Κρονίωνι". Ο Δίας ακούει και τους δυο, τον Απόλλωνα να κατηγορεί για κλέφτη τον Ερμή και τον Ερμή αδίσταχτα ν' αρνιέται την πράξη του κλείνοντας το μάτι στο Δία. Ο Δίας ξέσπασε σε γέλια, αλλά σαν δικαιοκρίτης που ήταν, προστάζει τον Ερμή να πάει μπροστά και να δείξει στον Απόλλωνα που είχε κρύψει τα βόδια. Εκεί ο Ερμής, μη ξεχνώντας τις πονηριές του άρχισε να κρούγει τη λύρα και με το τραγούδι του καταμάγεψε τον Απόλλωνα, που με προθυμία του τώρα του εδώρησε τα βόδια, παίρνοντας σαν αντάλλαγμα τη λύρα, το θείον όργανο με το οποίον κατεστάθη θεός της μουσικής.
Το όλον επιχείρημα του Ερμή, από την γέννησή του, αποσκοπούσε να εξαναγκάσει τονπατέρα του Δία, να τον τιμήσει και αυτόν όσο τιμά και τον Απόλλωνα.

Η εισαγωγή και η μετάφραση είναι του  Πάικου Νικολαϊδη - Ασιλάνη