Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 1:30 μ.μ.

0

Η (πέμπτη) ανανέωση ύλης της σελίδας ολοκληρώθηκε στις 30 Οκτώβρη. Η επόμενη ανανέωση θα γίνει στις 30 Γενάρη 2011.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΚΑΡΤΣΗΣ..., ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 1:03 μ.μ.

0

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

ΑΓΓΕΛΙΕΣ

Διατίθεται απόγνωσις

εις αρίστην κατάστασιν

και ευρύχωρον αδιέξοδον.

Σε τιμές ευκαιρίας.

Ανεκμετάλλευτον και εύκαρπον

έδαφος πωλείται

ελλείψει τύχης και διαθέσεως.

Και χρόνος αμεταχείριστος εντελώς.

Πληροφορίαι: Αδιέξοδον.

Ώρα: Πάσα.

______

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ

Η ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ

Ταξίδευε μυημένη στην

ικετική ροή των χρωμάτων,

με την έπαρση μιας

αιωρούμενης προσμονής ορατής

μέρα μεσημέρι, οδεύοντας «εντός ψυχής»

την οδό, με το λίκνισμα ενός

αρχαίου χορού, μετέωρη, μέσα από

επίμονες επικλήσεις φωτεινών οραμάτων.

Παραδομένη στην απαστράπτουσα-

πλην λανθάνουσα - Άνοιξη, έτρεφε

μιαν απατηλή μολυβένια σύνδεση

με κλωστές χωρίς πρόσωπο, που χάθηκαν

πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών.

Κι απόμεινε ο ανεξίτηλος χρωματισμός

μιας μινωικής πριγκίπισσας, να απωθεί

μελανούς ορίζοντες μπροστά στον

«μολυβένιο ψίθυρο», στον τοίχο των δακρύων

και στον πρωινό εραστή ήλιο.

*

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ

Τα κενά δεν έχουν χαμόγελο.

Απλά σε οσμίζονται και σε

περικυκλώνουν.

______

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΚΑΡΤΣΗΣ

ΕΙΚΟΝΑ

Και πως φευγουν τα κυματα, πιες πορτες θα κλεισουν

σε τοση μυρωδια αλατιου και δροσεραδα χορτου

που ανοιγει η γη μας σε μαρμαρενια νησια;

Η αρχαια καταρα λευτερωσε το νερο και τα φρυδια μας

κι απορια δεν εχουμε πανω στις πετρες_

σαν οι εσπερες μαλακωνουν τα βουνα και τα χερια μας

κατεβαινουμε αλαφροι στα περιγιαλια

και ταξιδευουμε στη θαλασσα ασπρα ιχνογραφηματα.

Μα τις αυγες που απλωνουν αλωνια πλατια σαν τις παλαμες μας

μενουμε ανεργοι αναμεσα ασπρο και γαλαζιο_

που πορτα πια ν’ ανοιξουμε αλλη απ’ του σπιτιου μας,

που το νερο κρυσταλλινο ποτιζει την καρδια μας.

______

Τα ποιήματα απαγγέλλονται στην ενότητα: "Μ' ένα ραδιόφωνο, μουσική ή και ποίηση", όπου υπάρχει και έντεχνη μουσική.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ, ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΙΝΕΛΙΑ, ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ..., ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:31 μ.μ.

0


Γιώργος Φιλιππίδης (1977-1997)

«Ο Γιώργος Φιλιππίδης δεν υπάρχει πια….Η ποιότητα των στίχων του υπερβαίνει τη συνήθη ποιότητα των στίχων που γράφουν οι εικοσάχρονοι… Ήταν ένας νέος με συγγραφικό ταλέντο, με αξιοθαύμαστες διανοητικές ικανότητες και έμφυτη αίσθηση της γλώσσας- στοιχεία που εκδηλώθηκαν από πολύ νωρίς, όπως δείχνουν τα κείμενα που έγραφε σε παιδική ακόμα ηλικία…Οι παρεμβάσεις του στις παραδόσεις μου- στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών- ξεχώριζαν από εκείνες των άλλων φοιτητών και για τη «λοξή» ευστοχία των διατυπώσεών του: λοξή με την έννοια της αποκλίνουσας τοποθέτησης, η οποία, ενώ ήταν εντελώς προσωπική, γινόταν σχεδόν πειστική με τα ισχυρά- στο θεωρητικό επίπεδο- επιχειρήματά της. Θα έλεγα πως ο Γιώργος Φιλιππίδης έτρεφε προς τη ζωή τα αισθήματα που τρέφει ένας αναρχικός για το πολιτικό καθεστώς της χώρας του. Γι’ αυτό και η σύγκρουση μαζί της, που ήταν αναπόφευκτη, έγινε με τρόπο ανάλογο μιας τρομοκρατικής πράξης…Τα ποιήματά του τα διαποτίζει ένα φως με τη μορφή μιας υπόγειας έντασης, η οποία, σε όσους δεν γνωρίζουν τη βιογραφία του ανθρώπου που τα έγραψε (αλλά βέβαια και σε όσους τη γνωρίζουν), γίνεται αισθητή ως μια οντολογικής φύσεως αναζήτηση, που τελείται στο πεδίο ενός συναισθήματος που συγχωνεύει την επιθυμία εξόδου από τη ζωή με το φόβο αυτής της επιθυμίας». Νάσος Βαγενάς

Οι τοίχοι του δωματίου μου δεν λιώνουν ποτέ όταν είναι κάποιος άλλος στο δωμάτιο. Έτσι περιμένω τα βράδια…

*

ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΗΧΑΝΗ

Ι

Έφευγε απάνω σε τροχιές

ριζωμένες σ’ έναν έρημο τόπο,

σαν μια λάμψη

στο μάτι του ορίζοντα,

Απάνω στον καιρό

που μπορούσε να λυγίζει, να λυγίζει, να λυγίζει

δίχως ποτέ να ραγίζεται.

Και τα μίλια το κατάπιναν λαίμαργα.

Σ’ ένα βαγόνι του καπνίσαμε,

γελάσαμε,

Παράξενο γέλιο,

παράξενο,

που κάτω από τα ρούχα μας,

κάτω από το πετσί μας

άλλες είχαμε τροχιές χαραγμένες.

Και καημούς μυστικούς

και αρίφνητους προορισμούς

και έναν

μπλεγμένο στο σκοτάδι.

*

ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ, απόσπασμα

Πρόστυχο μακιγιάζ,

όμως δάκρυα κοριτσίστικα!

Κάποτε αδέσποτη

αλήτισσα.

Τώρα σκυφτή,

γυμνή,

δαρμένη,

μελανιασμένη,

η ατμόσφαιρα κλαίει.

Σαν μαλακιά στιγμή του χειμώνα

ξεχασμένη,

αφημένη να λιώνει

στα μικροκύματα της συνήθειας.

Σαν έμβρυο συντηρημένο

σε γκριζωπό και μπαγιάτικο χιόνι,

στην κρατική

που μεγαλώνει

κονσέρβα,

που ερωτεύεται,

που εκμεταλλεύεται,

που το εκμεταλλεύονται

σαν ατσαλάκωτη απάθεια γραφειοκράτη.

Εξαϋλωμένη,

στα τρίσβαθα κουρελιασμένη.

Σαν παιδάκι

η ατμόσφαιρα κλαίει.

Με το τρυφερό της δαχτυλάκι

μου δείχνει

τον αφηρημένο πίνακα

των πρωινών σύννεφων,

το πρώτο μετεωρολογικό αεροσκάφος

που του ξεφεύγει μια φάλτσα πινελιά.

"Ο Φιλιππίδης σε μια ηλικία σχεδόν απαγορευτική έφτασε εκεί που άλλοι πασχίζουν χρόνια να φτάσουν. Η ποίησή του- το αισθάνεσαι αμέσως αυτό- δεν είναι απλά ελκυστική, δεν είναι απλά σύγχρονη, η ποίησή του είναι επείγουσα. Γιατί ο Φιλιππίδης ενσαρκώνει την τεράστια υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, με μια γλώσσα πυρετική, ακροβατική", "χίλιες φορές πιο ακροβατική από το χαμόγελο του Da Vinci".

Γιάννης Στίγκας

ΑΛΒΙΟΣ ΤΙΒΟΥΛΛΟΣ, ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΡΙΤΗ..., ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:04 μ.μ.

0


ΑΛΒΙΟΣ ΤΙΒΟΥΛΛΟΣ, ALBIUS TIBULLUS ( 54;- 19 ή 18 π.Χ.).

Γεννήθηκε το πιο πιθανό στην Peda (σημ. Gallicano)

Ελεγεία τρίτη του πρώτου βιβλίου, αποσπάσματα

«Απελπισία, εγκαρτέρηση, ελπίδα, ιδού οι τρεις φάσεις της ελεγείας…Ποίηση πολύ ανθρώπινη, μ’ αυτή τη συνεχή ανησυχία που διασχίζει το πάθος της ζωής…Ποίηση σχεδόν σύγχρονη με μουσικούς ρυθμούς θαυμάσιους, με μια αρχιτεκτονική που μερικοί θεωρούν χαλαρή, μα που δεν είναι παρά αυθορμητισμός μιας, συνεχώς, δονούμενης καρδιάς…Αλλά ποια ήταν η Δηλία; Ο Απουλήιος μας πληροφορεί ότι στην πραγματικότητα ονομαζόταν Plania. Ο Τίβουλλος ίσως δανείστηκε το πλαστό αυτό όνομα «Δηλία» από τον Απολλώνιο μυθικό κύκλο. Ο ποιητής συνήθως χρησιμοποιεί τη λέξη «coniunx». Από τη λέξη αυτή συμπεραίνει κανείς ότι ήταν παντρεμένη. Οι ελεγείες του Τίβουλλου την παρουσιάζουν να ζει τη ζωή των απελεύθερων γυναικών, που η ανάγκη της χλιδής και των απολαύσεων τις οδηγούν σε πλούσιους «προστάτες». Γενικά: μια γυναίκα ελαφρά, με αδύνατο χαρακτήρα, ασφαλώς ανάξια του ποιητή. Και είναι πολύ συγκινητικό το θέαμα ενός ποιητή που σύρεται από τις φαντασιώσεις της καρδιάς του, ενώ η πραγματικότητα είναι πενιχρή».

Max Ponschont

*

Είμαστε στο 29 π.Χ. Ο Μεσσάλας, ο στρατηγός και προστάτης του Τιβούλλου, ετοιμάζεται να εκστρατεύσει στην Ελλάδα. Ύστερα από πίεση, ο ποιητής υποχωρεί και αποφασίζει να συνοδεύσει τον προστάτη του. Καθ’ οδόν όμως αρρωσταίνει. Και παραμένει στην Κέρκυρα σε άθλια κατάσταση. Εκεί, κάτω από την επήρεια σκοτεινών συναισθημάτων, γράφει την ελεγεία αυτή, μια από τις ωραιότερες, που είχε ποτέ γράψει.

(στη Λατινική καταχωρούνται-ενδεικτικά και πλήρεις- οι πρώτοι δεκατέσσερις στίχοι της ελεγείας, Γ.Τ.).

Ibitis Aegaeas sine me, Messala, per undas,

o utinam memores ipse cohorsque mei!

Me tenet ignotis aegrumPhaeacia terries.

Abstineas auidas, Mors, modo, nigra, manus;

abstineas, Mors atra, precor: non hic mihi mater

quae legat in maestos ossa perusta sinus,

non soror, Assyrios cineri quae dedat odors

et fleat effuses ante sepulcra comis,

Delia non usquam, quae, me cum mitteret urbe,

dicitur ante omnes consuluisse deos ;

illa sacras pueri sortes ter sustulit ; illi

rettulit e triuiis omnia certa puer ;

cuncta dabant reditus ; tamen est deterrita numquam

quin fleret nostras respiceretque uias…

*

Του Αιγαίου τα κύματα χωρίς εμέ θα σκίσετε, ω Μεσσάλα,

…Η Φαιακία η άγνωστη, άρρωστο τώρα με κρατεί δεσμώτη,

…τα άπληστα, ω θάνατε σκληρέ τα χέρια μη μου απλώσεις,

…Δεν είναι η αδελφή μου εδώ την τέφρα μου με μύρο να ραντίσει

και με λυτή την κόμη της εμπρός στον τάφο μου να κλάψει.

Δεν είναι η Δηλία μου που πριν αυτή με προβοδίσει

των θεών όλων ζήτησε τη συμβουλή, ως μου ’παν, πριν να φύγω.

Και τρεις φορές από τα χέρια ενός παιδιού τις πινακίδες πήρε

και τρεις φορές ευνοϊκά στο τρίστρατον απάντησαν εκείνες.

Επιστροφήν όλα εμάντευαν, όμως θρηνούσε , ωστόσο, εκείνη

καθώς με τρόμο το ταξίδι μου στα ξένα αναλογιόταν.

Και παρηγορητής εγώ, ενώ ήμουν έτοιμος καθ ’όλα

για ν’ αναβάλω το ταξίδι μου, πάντα, αφορμές ζητούσα.

Άλλοτε έλεα: οι οιωνοί κακοί, απαίσια είναι τα «σημεία»,

άλλοτε πάλι ότι η ιερή μ’ εμπόδιζε του Κρόνου ημέρα.

…Να αναχωρεί κανείς ας μη τολμά, ο Έρως αν δεν το θέλει

κι αν κίνησεν, των θεών το θέλημα πως παραβαίνει ας ξέρει.

Τι μ’ ωφελεί η Ίσιδα, η θεά σου, τι μ’ ωφελούν ακόμη εκείνα

τα σείστρα τα χαλκά, που με τα χέρια σου έκρουες Δηλία;

Τι κι αν τηρούσες μ’ ευλάβεια τα ιερά, αν λούζοσουν ακόμη

με κατακάθαρο νερό και σε στρωμνήν αγνή κοιμόσουν;

…Όσο για με: και τους Εφέστιους θεούς, ως πρέπει θα τιμήσω

και στον αρχαίο Λάρητα θυμίαμα θα καίω τον κάθε μήνα.

Πόσο οι θνητοί ήσαν ευτυχείς, όταν βασίλευεν ο Κρόνος

πριν τόσοι δρόμοι απέραντοι για τα ταξίδια ανοίξουν.

Τα γαλανά τα κύματα το από πεύκο πλοίο δεν αψηφούσε

ουδέ και τα ιστία τ’ άφηνε να τα κολπώσει ο αέρας.

Σε ξένες χώρες άγνωστες κέρδη δεν γύρευε ο ναυτίλος

ουδέ και φόρτωνε με ξένο εμπόρευμα ποτέ το πλοίο.

…οι θύρες ήσαν άγνωστες στα σπίτια× ουδέ λιθάρια υπήρχαν

που να χωρίζουν τους αγρούς, ως όρια, τον ένα από τον άλλο.

Έδιναν μέλι οι δρυς, και το μαστό, γάλα γεμάτο, η αμνάδα

ερχόταν, μόνη, στους ανέγνοιαστους θνητούς να το προσφέρει.

Ήσαν άγνωστα: στρατός, οργή, διχόνοια, μίση κι ούτε

ο χαλκουργός είχε τα απαίσια, ως τότε, ξίφη τεχνουργήσει.

Τώρα κάτω από το κράτος του Διός πλήθος πληγές και φόνοι,

είναι το άγριο τώρα πέλαο και οι χίλιοι τρόποι του θανάτου.

…Όμως εμέ, στον έρωτα πειθήνιος αφού ήμουν, η Αφροδίτη

στα Ηλύσια πεδία θα με οδηγήσει αυτή. Εκεί δεν παύουν

τα άσματα, οι χοροί. Σμήνος πουλιών πετούν στα δέντρα

και μ’ ένα λάρυγγα λεπτό γλυκόλαλα τραγούδια μέλπουν

…Όμως κι ένας κατάρατος υπάρχει τόπος× η νύχτα τον σκεπάζει

και κύματα άγρια μελανά αχολογούν ολόγυρά του.

…Εκεί να πάει αυτός που ασεβής στους έρωτές μου αστάθη

και η εκστρατεία μακρόχρονη ο άθλιος μου ευχήθη να ’ναι.

Μα σύ να παραμείνεις άσπιλη, πιστή, ω Καλή μου, πάντα

και της αγνείας σου φρουρός πάντα η μητέρα σου να στέκει.

Ιστορίες ας σου λέει αυτή και κάτω απ’ του λύχνου της το φέγγος

από την ηλακάτη την ολόγιομη, ας σέρνει το μακρύ το νήμα,

…Κι αίφνης να φτάσω εγώ, χωρίς προμήνυμα κανένα

και σαν από ουρανό σταλτός εμπρός σου να προβάλω!

Τότε με κόμη ξέπλεκη και με γυμνά τα πόδια, ως θα ’σαι,

τρέξε κι έλα να προϋπαντήσεις με, πασίχαρη, ω Δηλία…

_______

Οι ελεγείες του Τίβουλλου περιλαμβάνουν τρία βιβλία. Όσο ζούσε είδε το φως της δημοσιότητας το πρώτο βιβλίο των ελεγειών. Ο J.H. Voss (1806), έπειτα από εξονυχιστική έρευνα του θέματος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το τρίτο βιβλίο δεν ανήκει, οπωσδήποτε, στον Τίβουλλο. Στο έργο του Τίβουλλου κυριαρχούν:

  1. Το ερωτικό στοιχείο
  2. Τα εγκώμια για τη φύση και την αγροτική ζωή
  3. Τα εγκώμια προς το θεσμό της φιλίας
  4. Τα εγκώμια για την ποίηση
  5. Το μυθολογικό στοιχείο
  6. Οι υμνωδίες για την Ειρήνη

______

-Φαιακία, Κέρκυρα

-πινακίδες, ξύλινες, όπου γράφονταν διάφορες απαντήσεις

-του Κρόνου η ημέρα, Σάββατο

-Ίσις, στις γιορτές της έκρουαν σείστρα

σημειώσεις και μετάφραση, Βασίλης Ι. Λαζανάς

______

στη φωτογραφία, ρωμαϊκή γέφυρα στην Πάτρα

φωτογράφηση, Γιώργος Τσακιράκης, c

(Ο ΠΟΙΗΤΗΣ) ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ..., ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΜΑ...ΣΠΑΝΙΑ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 4:29 μ.μ.

0

(Ο ποιητής) αποφαίνεται κατά του μίσους

Εδιάβηκα πολύ κοντά στο μίσος,

είναι σοβαρά τα ρίγη του,

οι γνώσεις του ιλιγγιώδεις.

Το μίσος είναι σπαθόψαρο,

κινείται στο αόρατο νερό

και τότε το βλέπεις να ’ρχεται

κι έχει αίμα στο μαχαίρι του:

το αφοπλίζει η διαφάνεια.

Τότε, γιατί μίσος

γι’ αυτούς που τόσο μας μίσησαν;

Εκεί βρίσκονται, κάτω απ’ το νερό,

κι ενεδρεύουν ξαπλωτοί

ετοιμάζοντας σπαθιά και ξιδόλαδο,

αραχνοϊστούς και ξυλοϊστούς.

Δε μιλάω για χριστιανισμούς,

δεν είναι κήρυγμα ούτε φτηνολογία,

μα είναι πως το μίσος έχει χάσει:

του πέσανε τα λέπια

στην αγορά του δηλητήριου,

και στο μεταξύ ο ήλιος βγαίνει

και κάθεσαι και δουλεύεις

και αγοράζεις το ψωμί σου και το κρασί σου.

Όμως το υπολογίζει στη διαθήκη του

Του μίσους θα του αφήσω

τα πέταλα του αλόγου μου,

τη ναυτική μου τη φανέλα,

τα οδοιπορικά παπούτσια μου,

τη μαραγκούδικη καρδιά μου,

το κάθε τι που έμαθα να κάνω

και ό,τι με βοήθησε να αντέχω,

ό,τι είχα γερό και καθαρό,

αδιάσπαστο και αποδημητικό,

κι έτσι να μπορεί να μαθευτεί στον κόσμο

πως όσοι έχουν δάσος και νερό

μπορούν να κόψουν και ν’ αρμενίσουν,

μπορούν να πάνε και να γυρίσουν,

μπορούν να πονέσουν και ν’ αγαπήσουν,

μπορούν να φοβούνται και να δουλεύουν,

μπορούν να είναι και να συνεχίζουν,

μπορούν ν’ ανθίζουν και να πεθαίνουν,

μπορούν να ’ναι απλοί και σκοτεινοί,

μπορούνε και χωρίς αυτιά,

μπορούν ν’ αντέξουν στη δυστυχία,

μπορούν να περιμένουν ένα λουλούδι,

τέλος, μπορούμε να υπάρχουμε,

αν και δεν δέχονται τις ζωές μας

μερικοί πουτάνας γιοι.

Πάμπλο Νερούδα

Μετάφραση, Δανάη Στρατηγοπούλου

ΠΟΙΗΣΙΝ ΝΕΜΕ..., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΚΑΙ ΣΑΝ ΕΡΕΘΙΣΜΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 3:20 μ.μ.

0


Ποίησιν νέμε

Άνεμε ανθοφόρε
π ο ί η σ ι ν ν έ μ ε
και ησύχαζε.

Γιώργος Τσακιράκης

φωτογράφηση, Γιώργος Τσακιράκης, c
άποψη: Δείτε τη μαγεία της εικόνας σε μεγέθυνση

ΒΟΥΚΟΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ Ο ΣΥΡΑΚΟΣΙΟΣ..., ΚΛΑΣΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 2:51 μ.μ.

0


Βουκολική Ποίηση

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ o Συρακόσιος

Ο Θεόκριτος γεννήθηκε περίπου το 300 π. Χ. Η ακμή του τοποθετείται στην 124η Ολυμπιάδα (284-280 π. Χ.). Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Βουκολικής Ποίησης με το έργο του «Ειδύλλια», όρος που δεν είχε τη σημερινή σημασία αλλά υιοθετήθηκε μάλλον λόγω του μεγέθους τους, σε αντίθεση με τα έπη. Τα ειδύλλια είναι όλα σχεδόν γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο.

Η βουκολική ποίηση άκμασε κυρίως στην Ελληνιστική εποχή (θάνατος του Μ.Αλεξάνδρου, 323 π. Χ.- 146, κατάκτηση Ελληνικών βασιλείων της Ανατολής από τους Ρωμαίους) και ιδιαίτερα τον 3ο αι. π. Χ.

Εκτός απ’ τα ειδύλλια έχουν διασωθεί και αποσπάσματα, επιγράμματα και το ποίημα «σύριγξ», λόγω του σχήματος των στίχων.

( Η Σύριγξ ήταν μια από τις Νύμφες της Αρκαδίας, την οποία ερωτεύθηκε ο θεός Παν. Για να τον αποφύγει, η Σύριγξ κατέφυγε στις όχθες του ποταμού Λάδωνα όπου μεταμορφώθηκε σε καλάμι, από το οποίο ο θεός κατασκεύασε ένα είδος πνευστού μουσικού οργάνου (αυλού), τη «σύριγγα», που πήρε το όνομά της απ’ το όνομα της Νύμφης).

ΚΩΜΟΣ, αποσπάσματα

( Ένας γιδοβοσκός εμπιστεύτηκε το κοπάδι του στον Τίτυρο, ένα βοσκόπουλο, κι εκείνος, έξω απ’ τη σπηλιά της βοσκοπούλας Αμαρυλλίδας, παίζει τη φλογέρα του και τραγουδάει τον έρωτά του γι’ αυτήν, προσπαθώντας να τη συγκινήσει, ακόμα και με τη συμπόνια και την ενδεχόμενη ζήλια της).

Κωμάσδω ποτί τάν Αμαρυλλίδα, ταί μοι αίγες / βόσκονται κατ’ όρος, και ο Τίτυρος αυτάς ελαύνει. / …

Ώ χαρίεσσ’ Αμαρυλλί, τί μ’ ουκέτι τούτο κατ’ άντρον / παρκύπτοισα καλείς, τόν ερωτύλον; Ή ρά με μισείς; / ή ρά γέ τοι σιμός καταφαίνομαι εγγύθεν ήμεν, / νύμφα, και προγένειος; απάγξασθαί μοι ποησείς. / ηνίδε τοι δέκα μάλα φέρω. τηνώθε καθείλον / ώ μ’ εκέλευ καθελείν τύ. καί αύριον άλλα τοι οισώ. / θάσαι μάν. Θυμαλγές εμίν άχος. Αίθε γενοίμαν / α βομβεύσα μέλισσα και ες τεόν άντρον ικοίμαν, / τον κισσόν διαδύς καί τάν πτέραν ά τυ πυκάσδει. /… / ώ τό καλόν ποθορεύσα, τό πάν λίθος, ώ κυανόφρυ / νύμφα, πρόσπτυξαί με τόν αιπόλον, ως τυ φιλήσω / έστι και εν κενεοίσι φιλήμασιν αδέα τέρψις. / … / ώμοι εγών, τι πάθω, τι ο δύσσοος; Ουχ υπακούεις. / τάν βαίταν αποδύς ες κύματα τηνώ αλεύμαι, / ώπερ τώς θύννως σκοπιάζεται Όλπις ο γριπεύς. / και κα δή ’ποθάνω, τό γε μέν τεόν αδύ τέτυκται. / έγνων πράν, όκα μοι, μεμναμένωι ει φιλέεις με, / ουδέ τό τηλέφιλον ποτεμάξατο το πλατάγημα, / αλλ’ αύτως απαλώι ποτί πάχεϊ εξεμαράνθη. / … / ή μάν τοι λευκάν διδυματόκον αίγα φυλάσσω, / τάν με και α Μέρμνωνος εριθακίς α μελανόχρως / αιτεί. και δωσώ οι, επεί τύ μοι ενδιαθρύπτηι. / άλλεται οφθαλμός μευ ο δεξιός. άρά γ’ ιδησώ / αυτάν; αισεύμαι ποτί τάν πίτυν ώδ’ αποκλινθείς, / καί κέ μ’ ίσως ποτίδοι, επεί ουκ αδαμαντίνα εστίν. / … / Αλγέω τάν κεφαλάν, τίν δ’ ου μέλει. Ουκέτ’ αείδω, / κεισεύμαι δέ πεσών, καί τοί λύκοι ώδέ μ’ έδονται. / ως μέλι τοι γλυκύ τούτο κατά βρόχθοιο γένοιτο.

*

Γω τραγουδώ τον έρωτα για την Αμαρυλλίδα / κι ο φίλος μου ο Τίτυρος (πα’ στο βουνό) τις αίγες μου βοσκάει…

Χαριτωμένη αγάπη μου, γλυκιά μου Αμαρυλλίδα, / γιατί στο φέγγος της σπηλιάς, δεν φάνηκες, δεν ήρθες / και μένανε το φίλο σου, αυτόν που σ’ αγαπάει, / δεν με καλείς σαν πρότερα για να ’ρθω στη σπηλιά σου; / Θαρρώ πως με οχτρεύεσαι, τώρα θαρρώ πως κρίνεις / πως έχω μύτη κυρτωτή και γένι σαν του τράγου. / αν έτσι με θωρείς εσύ θα κρεμαστώ στο πεύκο. /Έλα, καλή, και σου ’φερα τα δέκα πρώτα μήλα, / θα ξαναπάω αύριο για να σου φέρω κι άλλα, / βγες ρίξε μόνο μια ματιά να δεις πώς υποφέρω. / Ω, να γινόμουν μέλισσα, το βουητό της να ’χα / και να ’μπαινα απ’ τον κισσό και την πυκνή τη φτέρη / μες τη σπηλιά που κρύφτηκες και δεν σε είδα μέρες. / … / Τον πόθο μέσα μου έσπειρες και δεν λυπάσαι τώρα, / ω μαυροφρύδα κοπελιά, αγκάλιασέ με λίγο, / έλα κοντά σε μένανε, γλυκά να σε φιλήσω. / Ας είναι ψεύτικο φιλί, έχει κι αυτό τη γλύκα./… / Αλίμονό μου ο δύστυχος, τι μου ’λαχε να πάθω, / κι αν δεν μ’ ακούς, Αμαρυλλίς, την κάπα θα πετάξω / στα κύματα της θάλασσας κι εγώ θα πέσω μέσα, / εκεί που ο Όλπις ο ψαράς τους τόνους θα ψαρεύει. / και σύ θα χαίρεσαι πολύ, που εγώ θε να πεθάνω. / το ’ξερα ο δόλιος από πριν, μου το ’πε η παπαρούνα / που έσκασε στη χούφτα μου χωρίς να κάνει κρότο. / τη ρώτησα αν μ’ αγαπάς κι αυτή μου είπε όχι / και εμαράθηκε κι αυτή πάν’ στο δικό μου χέρι. /… / Κι όμως εγώ σου φύλαξα μια γίδα γεννημένη / μαζί τα δυο τα ρίφια της, που ξέκοψαν το γάλα, / μα τα ζητά η μελαψή, του Μέρμνωνα η δούλα / και θα τα δώσω, αφού εσύ καμώματα μου κάνεις. / Πετά το μάτι το δεξί. Μήπως τη συναντήσω; / Κάτω απ’ τον πεύκο τον ψηλό, γι αυτήν θα τραγουδήσω, / ίσως μ’ ακούσει και να ’ρθει κοντά σε με η κόρη. / Είν’ η καρδιά της τρυφερή κι όχι σκληρό διαμάντι. / … / Πονώ πολύ στην κεφαλή, μα σένα δε σε μέλει. / Θα πάψω πια να τραγουδώ και χάμω θα ξαπλώσω, / κι ας έρθουν λύκοι άγριοι να με καρασπαράξουν. / Ο θάνατός μου θα γενεί μέλι να σε γλυκάνει.

μετάφραση, Νίκος Γ. Νικολάου

______

-Η λέξη «κώμος» έχει πολλές σημασίες στα αρχαία Ελληνικά, αλλά εδώ σημαίνει τα παρεπόμενα ενός συμποσίου, όπου οι συμποσιάζοντες, στεφανωμένοι και μεθυσμένοι, βγαίνουν στους δρόμους με πυρσούς (και μερικές φορές με μουσική) και πηγαίνουν σε φίλους τους. Συνήθως πήγαιναν στις ερωμένες τους και ο εραστής, μόνος ή συνοδευόμενος από τους φίλους του, τραγουδούσε καντάδα και χτυπούσε πόρτες και παράθυρα για να τραβήξει την προσοχή. Το τραγούδι αυτό ονομαζόταν «παρακλαυσίθυρον» αλλά και «θυροκοπικόν» και «κρουσίθυρον». Αν ο ερωτευμένος αποτύχαινε να γίνει δεκτός, θα μπορούσε ακόμα και να σπάσει την πόρτα ή θα έφευγε αφήνοντας το στεφάνι του ή τον πυρσό του ή να περάσει εκεί έξω τη νύχτα (θυραυλείν) για να προσελκύσει την προσοχή ή τη συμπόνια της αγαπημένης του. Στο ποίημα αυτό ο γιδοβοσκός τραγουδάει «παρακλαυσίθυρον» και στο τέλος αναγγέλλει «θυραυλία». Είναι γεγονός πως ο «κώμος» είναι φαινόμενο που ανήκε στη ζωή της πόλης. Ο Θεόκριτος μεταφέρει την εκδήλωση τούτη στην αγροτική ζωή και το αποτέλεσμα είναι μάλλον αστείο.

(σχόλιο «Κάκτου»)

-Ενδέχεται ο Τίτυρος να μην είναι φίλος του γιδοβοσκού αλλά ο τράγος ο επικεφαλής του κοπαδιού, οπότε μάλλον δεν είναι κύριο όνομα αλλά προσηγορικό. Αν πρόκειται για όνομα ανθρώπου, μάλλον θα ήταν παρατσούκλι.

(σχόλιο Gow)

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΡΑΝ, NAZIM HIKMET RAN, TOYΡKIA..., ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 1:32 μ.μ.

0

Ο Ναζίμ Χικμέτ στη φυλακή της Bursa


Ναζίμ Χικμέτ Ραν- Nazim Hikmet Ran, Τουρκία

(Θεσσαλονίκη, 15 Γενάρη 1902-Μόσχα, 2 Ιούνη 1963)

αντί άλλων σχολίων...

...ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γεννήθηκα στα 1902, / δεν ξαναγύρισα στη γενέτειρά μου / δε θα ’θελα να ξαναγυρίσω. / Τριών χρονών, εγγονός του Πασά, βρισκόμουν / στη Δαμασκό, / στα δεκαεννιά μου φοιτητής στη Μόσχα, / στα σαρανταεννιά πάλι στη Μόσχα / κι από τα δεκατέσσερά μου γράφω στίχους.

Άλλος ξέρει τα χόρτα ένα προς ένα, / άλλος ξέρει τα είδη όλων των ψαριών, / εγώ έμαθα κάθε είδος χωρισμού. / Άλλος γνωρίζει απ’ έξω όλα τα ονόματα των άστρων, /

Εγώ έμαθα όλα τα ονόματα των πόθων / κι όχι μόνο τα ονόματα.

Κοιμήθηκα σε φυλακές και σε ξενοδοχεία μεγάλα, / πείνασα, στη φυλακή έκαμα απεργία πείνας / και, θαρρώ, δεν υπάρχει φαγητό / που να μην το ’χω δοκιμάσει.

Στα τριάντα μου θέλησαν να με κρεμάσουν, / στα σαράντα οχτώ μου μού ’δωσαν το Βραβείο Ειρήνης, / στα τριανταέξη μου πέρασα έξι μήνες / σ’ ένα κελί από μπετόν τεσσάρων μέτρων. / Στα πενηνταεννιά μου πέταξα σε δεκαοχτώ ώρες / από την Πράγα στην Αβάνα.

Τον Λένιν, όχι, δεν τον είδα, / μα στα 1924 / στάθηκα φρουρός πλάι στο φέρετρό του / κ’ η επίσκεψή μου, στα 1961, / στο Μαυσωλείο του, / γράφτηκε στα βιβλία. / Θελήσανε να με πετάξουν απ’ το κόμμα, / μα δεν το πέτυχαν, και δε συντρίφτηκα κάτω / απ’ τα είδωλα που γκρεμίζονταν.

Μ’ έναν νεαρό σύντροφο περπάτησα πάνω / στον θάνατο, ταξιδεύοντας, / στα 1951. Μα τον άλλο χρόνο / επί τέσσερις μήνες / περίμενα ανάσκελα τον θάνατο, με ραγισμένη / καρδιά. /Ζήλευα σαν τρελός τις γυναίκες / που αγάπησα, μα ακόμη / δεν ένιωσα καθόλου φθόνο για το Σαρλώ. Μ’ αν τις γυναίκες / που αγάπησα ξεγέλασα, ποτέ μου / δε μίλησα πίσω από τις πλάτες / των φίλων μου. Κι αν μ’ άρεσε, όσο να πεις, / και το πιοτό, ποτέ μου / δεν έγινα νυχτόβιος. Το ψωμί μου / με του προσώπου μου το κέρδισα πάντα τον ιδρώτα, / κι όχι μόνο για μένα, γι’ αυτό κ’ είμαι / ευτυχισμένος. Ντρέπομαι που είπα / ψέματα, μ’ αν είπα / ψέματα ήτανε για να μη λυπήσω / τον άλλο, μα και ψέματα / είπα δίχως κανένα λόγο. Φλερτάρισα στο τραίνο, / σ’ αυτοκίνητο και σ’ αεροπλάνο, / πολλοί δεν το μπορούνε. Πήγα / στην όπερα, πολλοί δεν το μπορούνε / μήτε κ’ έχουν / ακουστά τ’ όνομά της. Αλλά στα μέρη / που οι πολλοί πήγαιναν, δεν πήγα / ύστερα από τα 1921: / στο τζαμί, / στην εκκλησία, / στη χάβρα, / πήγα όμως / στον μάγο / για να μου πει / τη μοίρα μου / διαβάζοντας τα κατακάθια του καφέ μου. / Σε τριάντα μπορεί και σε σαράντα γλώσσες / τυπώθηκαν όσα έγραψα, μα στην Τουρκία, / στη μητρική μου γλώσσα, / απαγορεύονται. Δεν έχω πέσει στο κρεβάτι / από καρκίνο, πάντως / δε συμφωνήσαμε καθόλου / να μη μ’ επισκεφτεί. / Πρωθυπουργός και τα τέτοια δε θα γίνω, / μήτε κ’ η δουλειά αυτή μ’ αρέσει. / Δεν πολέμησα ποτέ μου, / δεν έτρεξα σε καταφύγιο μες το μεσονύχτι, / δεν έπεσα χάμω σ’ αεροπορικό βομβαρδισμό, / μα στα εξήντα μου / ερωτεύτηκα.

Με λίγα λόγια, σύντροφοι, / στο Βερολίνο, σήμερα, / πάω να πεθάνω / από μι’ αναίτια θλίψη. / Μπορώ πάντως να πω / ότι έζησα σαν άνθρωπος, / μα πόσο καιρό ακόμη / θα ζήσω / και ποιος ξέρει / τι θα περάσει ακόμη / απ’ το κεφάλι μου;

(Ανατολικό Βερολίνο, 11 Σεπτεμβρίου 1962)

ΓΙΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΨΕΜΑ

Τα χέρια σας βαριά ’ναι σαν τις πέτρες

θλιμμένα σαν τις τραγουδημένες μελωδίες στη φυλακή

βαριά κι ογκώδη σαν τα ζώα που τα φορτώνουν,

τα χέρια σας που μοιάζουν με μανιασμένα πρόσωπα

πεινασμένων αγοριών.

Τα χέρια σας ελαφρά κι ευκίνητα σαν τα μελίσσια,

φορτωμένα σαν τους μαστούς με γάλα,

ατρόμητα καθώς η φύση,

τα χέρια σας που τη στοργή και τη φιλία

κάτω από το σκληρό τους δέρμα κρύβουν.

Ο πλανήτης μας δε στέκεται ανάμεσα στα κέρατα ενός βοδιού,

μέσα στα χέρια σας στέκεται…

Αχ οι άνθρωποι, οι δικοί μας,

σας τρέφουνε με ψέματα,

όταν πεινασμένοι

σας χρειάζεται ψωμί και κρέας,

αφήνετε τον κόσμο τούτο με τα κλαδιά βαριά από τους καρπούς

χωρίς να ’χετε φάει ποτέ σε καθαρό τραπεζομάντηλο.

Αχ οι άνθρωποι οι δικοί μας,

οι άνθρωποι της Ασίας κυρίως, της Αφρικής,

της μέσης και της κοντικής Ανατολής,

των νησιών του Ειρηνικού

κι εκείνοι του τόπου μου,

δηλαδή περισσότερο από εβδομήντα στους εκατό ανθρώπους

είσαστε κοιμισμένοι, είσαστε γέροι…

Είστε περίεργοι κ’ είστε νέοι καθώς τα χέρια σας…

Οι άνθρωποι, αχ οι δικοί μας,

αδερφέ μου απ’ την Ευρώπη ή την Αμερική,

είσαι ξύπνιος, είσαι τολμηρός,

είσαι απερίσκεπτος όπως τα χέρια σου,

σου λένε ψέματα, σε κάνουν να βαδίζεις…

Οι άνθρωποι, αχ οι δικοί μας,

αν λένε ψέματα οι κεραίες,

αν λένε ψέματα οι περιστροφές,

αν λένε ψέματα τα βιβλία,

αν λένε ψέματα η αφίσα, η τοιχοκολλημένη στον στύλο αγγελία,

αν λένε ψέματα οι γυμνές γάμπες των κοριτσιών πάνω στην οθόνη,

αν λέει ψέματα το αμάρτημα,

αν λέει ψέματα το νανούρισμα,

αν λέει ψέματα τα’ όνειρο,

αν λέει ψέματα ο βιολιστής στο καμπαρέ,

αν λέει ψέματα το σεληνόφως μες τις απελπισμένες νύχτες,

αν λέει ψέματα το χρώμα,

αν λέει ψέματα η φωνή,

αν λέει ψέματα αυτός που εκμεταλλεύεται τα χέρια σας,

αν όλος ο κόσμος κι όλα τα πράγματα λένε ψέματα εκτός απ’ τα χέρια σας,

αυτό γίνεται για να ’ναι υποχρεωτικά, σαν τον πηλό,

τυφλά σαν τα σκοτάδια

ηλίθια σαν τα τσοπανόσκυλα

και για να μην επαναστατούνε τα χέρια σας

και για να μην τελειώσει ποτέ τούτη η αδικία,

του εμπόρου τ’ όνειρο

στον θανάσιμο τούτο κόσμο

στον κόσμο αυτό όπου θα ’ταν όμορφο να ζεις.


ΡΟΥΜΠΑΪ (ΡΟΥΜΠΑΓΙΑΤ)

4

Έτσι είναι, καναρίνι μου, ανάμεσα σ’ εσέ κ’ εμένα

δεν υπάρχει παρά μια διαφορά βαθμίδας.

Δε μπορείς να πετάξεις, μ’ όλο που φτερά ’χεις.

Εγώ, δε μπορώ να σκεφτώ, κι ας έχω χέρια.

μετάφραση, Άρης Δικταίος

Ο ΚΕΡΑΣΤΗΣ ΔΟΥΛΟΣ, ΤΗΣ ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΝΥΦΗ..., ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:44 π.μ.

0


Ο ΚΕΡΑΣΤΗΣ ΔΟΥΛΟΣ

β

-Ποιος ήταν ’πο τραγούδαγεν εψές το βράδυ βράδυ;

-Αφέντης μ’ ετραγούδαγε με την κυρά μ’ αντάμα.

Μα είχαν κι εμέναν κεραστή και τους κερνώ και πίνουν.

Κι από το συχνοκέρασμα κι απ’ τα πολλά τραγούδια

εσφάλαρε το χέρι μου κι έπεσε το ποτήρι.

Μηδέ σε πέτρα βάρεσε, μηδέ σε γκαλτερίμι,

Μόν’ στης κυράς μου την ποδιάν έπεσε κι εραγίστη.

Κι αφέντης μ’ ο κακόγνωμος με την κακογνωμιά του

στη φυλακή με πέταξε να κάμω τριάντα μέρες

κι επαραπέσαν τα κλειδιά και κάνω τριάντα χρόνους.

Λεφτοκαρυάν εφύτεψα στης φυλακής την πόρτα

και λεφτοκάρυν έφαγα και λευτεριά δεν είδα.

Μόν’ μια λαμπρή, μια Κυριακή, μια ’πίσημον ημέρα,

αναταράχτ’ η φυλακή κι ο τοίχος εραγίστη

κι αφέντης τότ’ ερώτησε κι αφέντης ερωτάει.

-Ποιος ήταν π’ αναστέναξε κι η φυλακή εταράχτη;

Αν είν’ από τους σκλάβους μου, να τον ελευθερώσω,

κι αν είν’ από τους δούλους μου, φλωριά να του χαρίσω.

(παραλογή, συλλογή, Π. Παπαζαφειρόπουλος, Πελοπόννησος)

*

ΤΗΣ ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΝΥΦΗ

α

-Μάνα μου, κεια που κάθουμουν κι έκανα το πλουμί μου,

εζήτηξε τ’ αχείλι μου νερό του βρυσημάτου

και πήγα στη δροσοπηγή να πιω και να γεμίσω

και βρίσκω τον πολυαγαπό στα ρόδα και κοιμάτο,

στα ρόδα, στα τριαντάφυλλα και στα τριανταφυλλάκια,

χύνω νερό και λούγω τον, μαντίλι και σφουγγώ τον.

«Κόρη και για ’ντα με φιλείς; Την Κυριακή βλογούμαι

και δεν περηφανεύεσαι να μπεις κουμπάρισσά μου;»

-Μάνα, τον αγαπό βλογούν και τον αρραβωνιάζουν,

με κράζει για κουμπάρα ντου, τα στέφανα ν’ αλλάξω!

-Μωρή, έχεις πόδια να σταθείς και κεφαλή να κλίνεις,

έχεις και γοργοδάχτυλα, τα στέφανα ν’ αλλάξεις;

-Μάνα, έχω πόδια να σταθώ και κεφαλή να κλίνω

κι έχω και γοργοδάχτυλα, τα στέφανα ν’ αλλάξω.

Εκάθουν και στολίζουντο ’που το ταχύ ως το βράδυ.

Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος,

τον άμμο τον αμέτρητο βάνει μαργαριτάρι.

Και παίρνει το στρατί στρατί και στου κουμπάρου πάει.

Παπάς την είδε κι έσφαλε, διάκοι και κανονάρχοι

και τα μικρά διακόπουλα πάψαν το «Κύρ’ ελέησον».

«Παπά μου, αν είσαι χρισθιανός κι αν είσαι βαφτισμένος,

μετάλλαξε τα στέφανα, βάλε τα τση κουμπάρας».

(παραλογή, συλλογή Μαρίας Λιουδάκη, Έλος Κρήτης)

______

*πλουμί, σχέδιο κεντητό ή ζωγραφιστό

*βρυσημάτου, της βρύσης, της πηγής

ΗΧΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ...,Μ' ΕΝΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ, ΜΟΥΣΙΚΗ Ή ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:37 π.μ.

0

Τα ποιήματα της Ανθολογίας διαβάζει ο Γιώργος Τσακιράκης.
Μπορείτε ν' ακούσετε κατ' επιλογή όποιο video θέλετε ή και ταυτόχρονα, αυξομειώνοντας τον ήχο όποιου επιθυμείτε.
Η μουσική είναι του Σταμάτη Σπανουδάκη.